Είμαστε μια παρέα φίλων από την Τσεχία που ζούμε σε μια μικρή πόλη στην Κρήτη. Ξεκινήσαμε να βρισκόμαστε μεταξύ μας για να έχουμε εμείς και τα παιδιά μας παρέα για τον ελεύθερο χρόνο. Οι συναντήσεις μας άρχισαν με τον καιρό να γίνονται πιο οργανωμένες συνειδητοποιώντας πως τα παιδιά μας μέσω των κοινών παιχνιδιών γίνονται πιο συνεργάσιμα μεταξύ τους αλλά και με μας. Λατρεύουν να παίζουμε όλοι μαζί, τους ενθουσιάζει όταν εμείς λαμβάνουμε μέρος σε παιχνίδια τα οποία δημιούργησαν μόνα τους και πως αποκτούν εμπιστοσύνη προς εμάς με εντελώς φυσιολογικό τρόπο. Χαίρονται όταν κάτι δημιουργούν ή καταφέρνουν κάτι καινούργιο. Καλυτέρευσε η συμπεριφορά τους καθώς επίσης και το λεξιλόγιο και οι γνώσεις τους. Καταλάβαμε πως το πιο απλό παιχνίδι μπορεί να λειτουργεί έναντι στην ξενοφοβία και μισανθρωπία. Επίσης συνειδητοποιήσαμε πόσο πλούσια είναι η καλλιτεχνική δημιουργία προσδιορισμένη για τα παιδιά στην Τσεχία και στη Σλοβακία, με ρίζες βαθιά στο 19ο αιώνα με την κορυφαία φάση των δεκαετιών 1970 – 1980 και πως είναι κρίμα να καταναλώνεται μόνο σε αυτές τις δύο χώρες. Και εμείς αποκτήσαμε μεγαλύτερη αυτοπεποίθηση στην επικοινωνία με τα ίδια μας τα παιδιά, γίναμε πιο δημιουργικές και πιο χαρούμενες. Θα θέλαμε να μοιραστούμε το υλικό που εντελώς αυθόρμητα συλλέξαμε.

Διαβάστε, κάντε μας κριτική, σχολιάστε και προσθέστε δικές σας ιδέες!


Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΠΑΡΑΜΎΘΙ / ΔΊΗΓΗΜΑ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΠΑΡΑΜΎΘΙ / ΔΊΗΓΗΜΑ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Κυριακή 19 Φεβρουαρίου 2017

Χώρα των παραμυθιών


 

To βιβλίο μας Χώρα των παραμυθιών εκδόθηκε από τη Σύγχρονη εποχή με εικονογράφηση της ΚΡΙΣΙΚΟ. 
Μπορείτε να το προμυθευτήτε: https://www.sep.gr/cms/site/gr.php?p=bookview&read=1091&view1=24&view2=65


Παρασκευή 17 Φεβρουαρίου 2012

Το βιβλίο μας...

...αρχίζει να παίρνει συγκεκριμένη μορφή. Σοφία Προύσαλη, ζωγράφος, μουσικός, μητέρα δύο παιδιών, κόρη Ελλήνων πολιτικών προσφύγων στην Τσεχία η οποία ανάλαβε την εικονογράφηση, έστειλε τα πρώτα σχέδιά της για το βιβλίο μας "Ταξίδι στη χώρα των παραμυθιών". 
Μαζί μ' ένα δείγμα της μαγικής και μαγευτικής δουλειάς της απολαύστε κι  ένα από τα παραμύθια που θα βρείτε στο βιβλίο.


Ο Νους και η Τύχη

® Σοφία Πρόυσαλη
Τα ποτάμια γεννιούνται ψηλά στα βουνά. Πρώτα από τη γη βγαίνει δειλά δειλά ένα ρεματάκι λεπτό, ατίθασο και τρυφερό σαν μαλάκια ενός μωρού. Μετά κατρακυλάει από τις πλαγιές σκοντάφτοντας πάνω στις πέτρες για να φτάσει όσο το γρηγορότερο στην κοιλάδα να συναντηθεί με άλλα παρόμοια ρυάκια. Ύστερα συνεχίζουν παρέα προς τις μεγάλες κοιλάδες, όπου δημιουργούν ένα μεγάλο ποτάμι το οποίο σιγά αλλά σταθερά κατευθύνεται στη θάλασσα. Τα μεγάλα ποτάμια είναι φαρδιά και βαθιά, τα μικρά γρήγορα και ορμητικά. Είναι δύσκολο να περάσεις από μια όχθη στην απέναντι. Για αυτό το λόγο οι άνθρωποι επινόησαν τις γέφυρες.
Μια φορά σε μια παλιά γέφυρα συναντηθήκανε ο Νους με την Τύχη. Η γέφυρα ήταν στενή και ένας έπρεπε να δώσει προτεραιότητα στον άλλο. Και ακριβώς εκεί ξεκίνησε το μπέρδεμα
Η Τύχη είπε: «Κάνε άκρη, Νου, να περάσω.»
- «Γιατί να κάνω άκρη; Εγώ θα περάσω πρώτος. Τρέχω να προλάβω να μη χάσουν άνθρωποι τα μυαλά τους. Δεν μπορώ να περιμένω.»
- «Τα μυαλά σου έχουν ανάγκη. Εμένα μ’ έχουν ανάγκη πιο πολύ από σένα. Άφησε με να περάσω πρώτη, σου λέω.»
Τσακωνόντουσαν για πολύ ώρα μέχρι που ο Νους πρότεινε: «Κοίτα Τύχη, θα κάνουμε μια δοκιμή και όποιος θα φανεί πιο σημαντικός για τους ανθρώπους, θα έχει προτεραιότητα για πάντα.»
-     «Αν θέλεις να χάσεις, έλα να παίξουμε.»
-     «Βλέπεις εκείνο το νεαρό που οργώνει το χωράφι του; Θα μπω μέσα του και θα δεις πως θα προκόψει στο άψε-σβήσε.»
Και πριν η Τύχη πρόλαβει να φέρει αντίρρηση, μπήκε ο Νους μέσα στον Βάτσλαφ, το μικρότερο γιο ενός φτωχού αγρότη. Ο Βάτσλαφ, χωρίς να ξέρει πως άθελα και τυχαία έγινε μέρος ενός ριψοκίνδυνου στοιχήματος, σταμάτησε τη βαριά δουλειά και άρχισε να σκέφτεται: «Γιατί ταλαιπωρούμαι για το τίποτα; Εδώ που είμαι, δεν έχω καμία ελπίδα για καλύτερη ζωή. Θα φύγω να μάθω άλλη δουλειά.» Πήγε σπίτι χωρίς να τελειώσει το χωράφι. Την ιδέα του την ανακοίνωσε στον πατέρα του και στα αδέλφια του.  «Έχεις τρελαθεί;» ρώταγε ο πατέρας του θυμωμένος. «Γενιές ολόκληρες καλλιεργούμε τη γη, γενιές αμέτρητες ζούμε από ‘κείνη. Τη ξέρουμε τη δουλειά, δεν χρειάζεται να μαθαίνουμε τίποτα καινούργιο.»
- «Πατέρα, δεν ζούμε. Επιβιώνουμε. Η γη δίνει ίσα ίσα να φάμε εμείς. Μια χρονιά κακοκαιρίας και χρειάζονται 10 χρόνια να συνέλθουμε. Θα φύγω και θα παραχωρήσω το μερίδιό μου στα αδέλφια μου.»
Ο πατέρας του κατάλαβε πως δεν μπορεί να αλλάξει την απόφαση του Βάτσλαφ: «Να πας στο καλό, γιέ μου! …και το νου σου!»
            Ο νεαρός χωρίς δεύτερη σκέψη πήγε στην πρωτεύουσα. Βρήκε δουλειά σ’ ένα μάστορα χρυσοχόο κ’ έκατσε να μάθει την τέχνη. Ήταν πολύ καλός μαθητής, επιμελής, εργατικός, υπεύθυνος, έξυπνος και ταυτόχρονα επιδέξιος, γρήγορος, με όρεξη για μάθηση. Δεν πέρασε πολύς καιρός και ο Βάτσλαφ έγινε καλύτερος από το δάσκαλό του ο οποίος όταν γέρασε παραχώρησε τη θέση του, του χρυσοχόου της βασιλικής αυλής, στον Βάτσλαφ.
            Ο Βάτσλαφ τακτικά επισκεπτόταν το παλάτι για να φτιάξει τις παραγγελίες του βασιλιά και των άλλων αυλικών. Πάντα με μεγάλη περιέργεια παρατηρούσε την νεαρή πριγκίπισσα  η οποία ήταν από 12 χρονών μουγκή. Ο βασιλιάς υποσχέθηκε πως θα δώσει την πριγκίπισσα σε όποιον θα καταφέρει να την κάνει να μιλήσει. Πόσοι πρίγκιπες, δούκες, πατρίκιοι, χωρικοί, δικαστές, δάσκαλοι, ταχυδακτυλουργοί, ιατροί  ή  διάφοροι τυχοδιώκτες και τσαρλατάνοι πέρασαν, δεν μπορούσε να βοηθήσει πια κανείς. Κανείς δεν κατάφερε να κάνει την πριγκίπισσα να μιλήσει. Ο Βάτσλαφ αποφάσισε να δοκιμάσει να βρει που είναι το πρόβλημα. Πρώτα, όμως, επισκέφτηκε το παλιό του μάστορα μήπως  ήξερε κάτι χρήσιμο για την περίπτωση. «Καλώς τον ναι, έλα μέσα,» χάρηκε γέρος άνθρωπος μόλις είδε τον Βάτσλαφ στο κατώφλι του σπιτιού του. Ο Βάτσλαφ του είπε όλα τα νέα του και του εμπιστεύτηκε πως ο σκοπός του είναι να κάνει την πριγκίπισσα να μιλήσει. «Όταν γεννήθηκε η πριγκίπισσα ο γειτονικός βασιλιάς που ήταν γέρος υπό την απειλή πολέμου απέσπασε υπόσχεση του πατέρα της πως θα την πάρει για γυναίκα του, μόλις εκείνη θα γίνει 12 χρονών,» αφηγείται ο γέρος χρυσοχόος και συνέχισε: Το κορίτσι μεγαλώνοντας δεν ήθελε καν να ακούσει για το προσδιορισμένο γάμο και την παραμονή του γάμου έχασε τη μιλιά της. Πολλοί λένε πως έχασε και τα λογικά της. Αποφεύγει τους ανθρώπους. Επικοινωνεί μόνο με ένα μικρό σκυλάκι. Ο γείτονας βασιλιάς πέθανε αλλά η πριγκίπισσα δεν ξαναμίλησε.»
            Ο Βάτσλαφ πήγε στο παλάτι αμέσως την επόμενη μέρα. Όλοι περίμεναν τι θα κάνει ο έξυπνος χρυσοχόος για να αναγκάσει την πριγκίπισσα να μιλήσει. Ο Βάτσλαφ την χαιρέτησε και της είπε: «Πριγκίπισσα, Άκουσα πως έχετε ένα πολύ χαριτωμένο και έξυπνο σκυλάκι. Πριν  ξεκινήσω με τη θεραπεία σας, θα ήθελα να ζητήσω την άδεια σας να του εμπιστευτώ ένα δικό μου πολύ σοβαρό πρόβλημα και να το ρωτήσω τι θα με συμβούλευε.» Η πριγκίπισσα ήταν εντελώς αδιάφορη. Είχε βαρεθεί όλες τις θεραπείες και όλους τους έξυπνους.  Ο Βάτσλαφ έκατσε στο πάτωμα, πήρε αγκαλιά το σκυλάκι της, το χάιδευε στη ράχη διηγώντας του μια ιστορία. Μιλούσε σιγανά να μην ακούει καλά η πριγκίπισσα ώστε να ξυπνήσει την περιέργειά της με αυτό τον τρόπο: «Άκου σκυλάκι, τι μου έχει συμβεί και τώρα δεν ξέρω τι να κάνω. Μια μέρα αναγκάστηκα να κοιμηθώ στο δάσος. Ευτυχώς συνάντησα στο δρόμο δυο άλλους ταξιδιώτες και συνεχίσαμε μαζί. Στη μέση του δάσους ανάψαμε φωτιά και τακτοποιηθήκαμε για ύπνο. Φοβόμασταν σε άγνωστο σκοτεινό μέρος κ’ έτσι αποφασίσαμε πως πάντα ένας από μας θα έχει βάρδια, θα προσέχει τη φωτιά και θα ξυπνήσει τους άλλους αν θα συμβεί κάτι επικίνδυνο ή περίεργο.» Η πριγκίπισσα έκατσε δίπλα στο Βάτσλαφ ο οποίος συνέχισε σαν να μην υπήρχε: «Πρώτος είχε βάρδια ο ξυλοκόπος, για να μην τον πάρει ο ύπνος και για να περάσει η ώρα, πήρε ένα κούτσουρο και σκάλισε μια όμορφη κοπέλα. Μετά ξύπνησε τον ράπτη. Ο ράπτης μόλις είδε το άγαλμα, έπιασε  βελόνες και ψαλίδια και της έφτιαξε πανέμορφα ρούχα. Μετά ξύπνησε εμένα. Εγώ πρώτα ήθελα να φτιάξω κοσμήματα αλλά μετά αποφάσισα αλλιώς κ’ εκεί είναι το πρόβλημα. Μέχρι το πρωί την έμαθα να μιλάει. Όταν ξύπνησαν οι φίλοι μου έμειναν έκπληκτοι. Όλοι θέλανε την κοπέλα για δική τους.
- «Δική μου είναι. Εγώ είχα την ιδέα, εγώ τη σκάλισα, εγώ την έφτιαξα,» είπε ο ξυλοκόπος.
- «Τι λες; Εγώ έφτιαξα τα ρούχα της για να μπορέσει να βγει στον κόσμο. Χωρίς τα ρούχα μου θα έπρεπε να μείνει κρυμμένη στο δάσος,» υπεράσπιζε ο ράπτης το δίκιο του.
- «Εγώ την έμαθα να μιλάει,» είπα εγώ αλλά δεν μου έδινε κανείς σημασία. Στο τέλος τσακωθήκαμε. Για να μην πιαστούμε στα χέρια, αποφασίσαμε να σε βρούμε, σκυλάκι, να μας πεις, ποιανού ανήκει η κοπέλα.»
- «Εσένα, φυσικά,» πετάχτηκε η πριγκίπισσα. «Εσύ την έδωσες ζωή. Η γλώσσα είναι ζωή. Όταν μπορείς να πεις τι θέλεις, τι νοιώθεις, τι επιθυμείς, τότε είσαι πράγματι ζωντανός.»
Όλοι χάρηκαν πως η πριγκίπισσα μίλησε. Ο βασιλιάς έκλαιγε συγκινημένος. Ήταν έτοιμος να ανακοινώσει την αμοιβή του Βάτσλαφ. Αλλά ο γραμματέας του, ένας ραδιούργος, ένας κακός άνθρωπος που ήθελε την πριγκίπισσα για τον εαυτό του, ψιθύρισε στο βασιλιά: «Βασιλιά, αυτός δεν μπορεί να παντρευτεί την πριγκίπισσα. Δεν είναι αριστοκράτης. Δώσε του λεφτά.» Η λύση αυτή άρεσε στο βασιλιά Αλλά ο Βάτσλαφ είχε άλλη άποψη: «Βασιλιά μου, συγχώρεσε με, αλλά δεν το είπες από πριν πως οι αριστοκράτες παίρνουν πριγκίπισσα και ο λαός λεφτά. Ο λόγος του βασιλιά είναι νόμος. Πρέπει να κάνεις ότι είπες.»
- «Πως τολμάς να λες στο βασιλιά σου τι πρέπει να κάνει;» άρχισε να φωνάζει ο γραμματέας χωρίς να αφήσει καν το βασιλιά να επέμβει. «Προσπαθείς να δείξεις πως είσαι άνω του βασιλιά; Τέτοια θρασύτητα πρέπει να τιμωρηθεί! Ο βασιλιάς είναι ενθρονισμένος από τον ίδιο τον Παντοδύναμο Θεό. Αρά εσύ βάζεις τον εαυτό σου πάνω από το Θεό;» Όταν οι επίσκοποι άκουσαν τέτοια λόγια, ξύπνησαν από το μόνιμο λήθαργό τους και χωρίς να ξέρουν τι γίνεται άρχισαν κ’ κείνοι να καλούν τους άγιους πάντες για βοήθεια. Ο γραμματέας εκμεταλλεύτηκε την κατάσταση που ο ίδιος δημιούργησε, κάλεσε τους φρουρούς και διέταξε άμεση εκτέλεση του Βάτσλαφ.
            Οι άμυαλοι φρουροί τον πήγαν στην πλατεία. Εκεί ο επίσκοπος ανακοίνωσε πως ο Βάτσλαφ θα εκτελεστεί για προσβολή του βασιλιά και βλασφημία. Ο Βάτσλαφ γονάτισε. Ο δήμιος του έκοψε τα μαλλιά και σήκωσε το τεράστιο και μεγάλο σπαθί που ονομάζεται η γλώσσα της αγελάδας. Εκείνη τη στιγμή έφτασε η Τύχη φωνάζοντας: «Νου, κοίτα που έφτασες τον άνθρωπο! Βγες έξω! Είναι σειρά μου! Γρήγορα!» και μπήκε μέσα στον Βάτσλαφ. Την ίδια στιγμή το σπαθί ξεγλίστρησε από τα χέρια του δήμιου, έπεσε στο καλντερίμι της πλατείας κ’ έσπασε σε τέσσερα κομμάτια. Ο Βάτσλαφ μόλις συνειδητοποίησε τι έγινε, τα έβαλε στα πόδια. Κλειδώθηκε σο σπίτι. Προσπαθούσε να ηρεμήσει να δει τι θα κάνει αλλά δεν μπορούσε να σκεφτεί τίποτα.
Εν τω μεταξύ στο παλάτι ξέσπασε φασαρία. Η πριγκίπισσα είπε στον πατέρα της: «Ο Βάτσλαφ είχε δίκιο. Ο λόγος του βασιλιά είναι νόμος. Ο λόγος του κάθε ανθρώπου είναι νόμος. Είναι σωστό άλλα να λέμε και άλλα να κάνουμε; Θα υπήρχε η τάξη στη χώρα; Στον κόσμο; Στις ζωές μας; Γιατί δεν πήρες πίσω το λόγο σου όταν δεν ήθελα να παντρευτώ τον γέρο άνθρωπο, όταν ήμουν παιδί ακόμα; Γιατί τότε μέτραγε ο λόγος σου και τώρα όχι;»
- «Πριγκίπισσα, ο αλήτης προσέβαλε το βασιλιά μας, τον πατέρα σας,» προσπαθούσε να περάσει τα δικά του ο γραμματέας.
- «Εσύ μη μιλάς καθόλου. Εσύ φταις για όλα! Πατέρα, αν δεν  παντρευτώ τον Βάτσλαφ, δεν θα ξαναμιλήσω ποτέ. Ποτέ! Ακούς;»
- «Βασιλιά, εγώ δεν θα είχα πρόβλημα να παντρευτώ την πριγκίπισσα και ας ήταν μουγκή» πάλι είχε τη λύση ο γραμματέας.
- «Ε, τότε θα κόψω τις φλέβες μου!» είπε η πριγκίπισσα. «Κ’ εγώ, ότι λέω, το κάνω. Δεν είμαι βασιλιάς. …και ο Βάτσλαφ μου αρέσει.» Ο βασιλιάς ταράχτηκε: «Μέχρι εδώ! Κόρη μου, έχεις δίκιο, απόλυτο δίκιο. Το είχε και ο Βάτσλαφ. Φέρτε τον να του ζητήσουμε συγνώμη. Κορίτσι μου,  εσύ έχεις την ευχή μου!»
Εν τω μεταξύ  ο Βάτσλαφ καθόταν στο σπίτι. Δεν ήξερε τι να κάνει, όταν κάποιος χτύπησε την πόρτα. Έτρεμε, αλλά άνοιξε. Ο φρουρός. Τώρα ήρθε το τέλος, σκέφτηκε αλλά τι έκπληξη; Ο φρουρός δεν τον άρπαξε. Αντίθετα χαμογελούσε κ’ έκανε μπροστά στον Βάτσλαφ βαθιά υπόκλιση.
…έπειτα ο Βάτσλαφ παντρεύτηκε την πριγκίπισσα.
Και ο Νους; Ντροπιασμένος και ταπεινωμένος από τότε δεν θέλει να συναντήσει την Τύχη ούτε κατά λάθος. Για αυτό εκεί που βρίσκεται η Τύχη, ο Νους είναι απών.









Πέμπτη 3 Νοεμβρίου 2011

Η ιστορία επαναλαμβάνεται

Δυστυχώς, η κατάσταση στο σύγχρονο κόσμο επιβάλει να συζητάμε με τα παιδιά και πολύ σοβαρά και πολύ θλιβερά γεγονότα: πόλεμοι, πείνα, φτώχεια, αδικία, κοινωνικοί αποκλεισμοί και ρατσισμός ανελέητα άμεσα ή έμμεσα συμπληρώνουν την καθημερινότητα δική μας και των παιδιών μας. Η συνείδησή μας και τα παιδιά μας (που πολλές φορές συμπίπτουν)απαιτούν να παίρνουμε ξεκάθαρες θέσεις εν όψι αυτών των γεγονότων. Δύσκολο για μας μεγάλους, αυτονόητο για τα παιδιά.

Σήμερα δημοσιεύουμε ένα σχετικό διήγημα, ένα "πραγματικό παραμύθι" χωρίς παραπέρα σχόλια:


Anno Domini 1648...
Μια κρύα μέρα του όψιμου καλοκαιριού...
Μάχη στα δυτικά προάστια της Πράγας,, 8 Νοέμβρη 1620
Στην πρώτη σειρά του πεζικού των αυτοκρατορικών στρατευμάτων o «Ελεύθερος Κύριος» Βίτεκ από το Τύνετς... Το προφέρεις ... και γελάς. Ο ιπποτικός τίτλος τον οποίο κληρονόμησε από τον πατέρα του, ήταν τόσο ασήμαντος αυτή τη στιγμή όπως και το γεγονός ότι ο Βίτεκ είναι ένα ξεχωριστό ανθρώπινο ον. Για χιλιοστή ίσως φορά στέκεται ανώνυμος σε μια ατελείωτη σειρά του μισθοφορικού στρατού στις πλαγιές ενός λοφίσκου πάνω στη στροφή του ποταμιού Μολδάβα. ...κάπου στη νότια Τσεχία... Ο Βίτεκ κρατάει στο δεξί του χέρι ένα βαρύ σπαθί και στο αριστερό μια ασπίδα. Στο κεφάλι έχει χιλιοχτυπημένο κράνος από λαμαρίνα. Δεν έχει παπούτσια. Τα πόδια του τα έχει τυλίξει σε κουρέλια. Παρόλο που είναι Σεπτέμβριος κάνει πολύ κρύο, ψιχαλίζει και φυσάει αέρας. Σφυρίζει αδιάφορα ανάμεσα στους εξαθλιωμένους άνδρες. Όλοι κοιτάζουν κάπου προς το άγνωστο μέλλον και τρέμουν από το κρύο, την κούραση και το φόβο. Στους πρόποδες του απέναντι βουνού παρατηρούν τις σειρές των στρατευμάτων του σουηδικού θρόνου. Λένε ότι ο σουηδικός στρατός του στρατηγού Κοένιγκσμαρκ μπήκε τον Ιούνιο στην Πράγα και λεηλάτησε μέχρι και το Κάστρο της. Άλλοι υποστηρίζουν, πάλι, ότι η Νέα Πόλη της Πράγας αντιμετώπισε με επιτυχία την επίθεσή τους. Ποιος ξέρει; Ο Βίτεκ κάπου άκουσε ότι οι ισχυροί του κόσμου ξεκίνησαν να συζητάνε για την ειρήνη. Εδώ και τέσσερα χρόνια τα ακούει αυτά. Εδώ και δέκα πέντε χρόνια υπηρετεί στο στρατό. Και τώρα, αυτή τη στιγμή, να τελείωνε ο πόλεμος η ζωή του έχει καταστραφεί. Και πάλι καλά: είναι ζωντανός. Κάτι είναι και αυτό.
Και τι θα γίνει άραγε αν θα κερδίσουν αυτή τη μάχη; Και αν θα χάσουν; Ούτε λεφτά, ούτε δόξα. Απλά - τα ίδια. Πείνα, ψύχος, ψείρες, αρρώστιες, ταλαιπωρία… αν ζεις. «Γιατί αδέρφια, γιατί δεν πετάμε τα όπλα; Αφού αυτός ο πόλεμος δεν θα μας φέρει τίποτα,» μουρμουράει  χαμηλόφωνα ο Βϊτεκ πίσω από την ασπίδα του. Μπροστά από τα μάτια του περνάει ένας αξιωματικός σε λαμπερή πανοπλία, καθισμένος πάνω σε ένα τεράστιο άσπρο ισπανικό άλογο. Στα χέρια του κρατάει το λάβαρο της Ένωσης των καθολικών. Αυτός σίγουρα κουβαλάει στη μάχη τον προσωπικό του γιατρό, τις πόρνες του, το μάγειρά του, τα ζεστά του παπλώματα… Όπου νά ΄ναι θα ξεκινήσει η μάχη. Δε θέλω πια!Άλλωστε ποτέ δεν ήθελα. Η άδικη μοίρα δεν μου πρόσφερε άλλη επιλογή, σκέφτεται ο Ελεύθερος Κύριος. Ο Βίτεκ γελάει πικρά και κουνώντας το κεφάλι του σκέφτεται τους παραλογισμούς της ζωής...
Άλμπρεχτ, δούκας από το Βαλστεϊν


Πριν μερικά χρόνια ο Βίτεκ ήταν ένας λεβέντης. Και τώρα; Ένας σωρός απελπισίας με βλέμμα αλκοολικού, χωρίς σπίτι, χωρίς μέλλον, γεμάτος ψύλλους. Αλήθεια, δεν ήταν πάντα έτσι. Όταν γεννήθηκε το 1605 ήταν καλύτερα τα πράγματα. Τουλάχιστον φαινομενικά. Ο Βίτεκ από το Τύνετς, μεγαλύτερος γιος του Ελεύθερου Κυρίου Χύνεκ από το Τύνετς και το Κουνστάν. Η οικογένειά του είχε, μάλιστα, μια μακρινή συγγένεια με το μεγάλο βασιλιά Γιρζί από το Ποντιεμπράντυ και το Κουνστάτ. Είχαν ένα αξιοπρεπέστατο κτήμα σε μια παραμυθένια γωνιά της κεντρικής Βοημίας, εκεί, που ενώνεται ο Έλβας με το ποτάμι Όχρε ερχόμενο από δυτικά. Το καλοκαίρι οι ακτίνες του ηλίου μεταμορφώνονταν σε ώριμο κριθάρι και σιτάρι. Λίγο αργότερα, το Σεπτέμβρη, ύψωνε τα χέρια του προς τον ουρανό ο λυκίσκος. Αχ, πως πικρά μυρίζει αυτός. Μετά μαγείρευαν μπύρα και την πουλούσαν στις μπυραρίες σε όλη την περιοχή. Το φθινόπωρο μάζευαν στο περιβόλι τους μήλα, αχλάδια, δαμάσκηνα. Τα απολάμβαναν ξερά το χειμώνα όταν ζεσταίνονταν κοντά στο ξυλόφουρνο, ενώ έξω πανηγύριζαν η παγωνιά και το χιόνι. Ο πατέρας του, ο κύριος Χύνεκ - περήφανος, αυστηρός, αυταρχικός και απρόσωπος και η μητέρα του, η Ελίσκα του γένος Κράσοβα - σιωπηλή και τρυφερή και τα τέσσερα παιδιά - ο Βίτεκ, η Μαρκέτα, η Άννα και ο Γιαν, κάθονταν μαζί στο τραπέζι, μοίραζαν μεταξύ τους φρέσκο μαύρο ψωμί, τρώγανε σούπα με κρέας και ο πατέρας τους διηγούταν συναρπαστικές ιστορίες για τους ηρωικούς Χουσίτες. Δεν κρατούσε για πολύ η κατάσταση αυτή. Οι κύριοι και οι αφέντες ήθελαν πόλεμο για να ελέγχουν τον πλούτο, τις πόλεις, τα χωριά και τους ανθρώπους. Δεν τους έφταναν οι περιουσίες τους, ήδη τεράστιες. Οι φόροι ξεκίνησαν να είναι δυσβάσταχτοι. Ο πατέρας του Βίτεκ βοηθούσε τους Τσέχους αδελφούς προτεστάντες που φεύγανε στο εξωτερικό μετά από την εξέγερση το 1620. Έλεγε ότι οι καθολικοί δεν θέλανε την πίστη τους αλλά τις περιουσίες τους. Περίοδος φοβερών διωγμών. Τον πιάσανε, τον πατέρα του και τον βάλανε φυλακή στο κάστρο του αρχιστράτηγου Αλμπρέχτ φον Βάλστεϊν, στο Φρύντλαντ. Χάθηκαν τα ίχνη του. Πέθανε; Τον σκότωσαν; Δεν μάθανε ποτέ. Η μητέρα του Βίτεκ δεν κατάφερε να φροντίσει το κτήμα. Εκτός από τα παιδιά δεν είχε καμία βοήθεια. Πολλοί άνδρες φύγανε στο στρατό. Και πόσες φορές είχε περάσει λυσσασμένος στρατός ψάχνοντας να φάει; Ό, τι δεν έδωσαν σε φόρο, λήστεψαν οι καθολικοί ή προτεστάντες μισθοφόροι. Η Μαρκέτα πέθανε από τύφο, την Άννα, κορίτσι δώδεκα χρονών, βίασαν και μετά πέθανε στο τοκετό. Ο μικρός Γιαν έφυγε στο μοναστήρι καταλαβαίνοντας ότι μόνο δύσκολα θα κατάφερνε να βρει αρκετή δύναμη να παλεύει τούτο τον κόσμο. Έμειναν ο Βίτεκ και η μητέρα του παρέα με τη φρικτή ανέχεια. Τελικά βρήκανε μια λύση. Ο Βίτεκ παντρεύτηκε τη μοναδική κόρη του Ελεύθερου Πολίτη Καρέλ Μπέρκα, την Γιοχάνα Μπέρκοβα, από μια παμπάλαια πόλη πάνω στον Έλβα, από το Νύμπουρκ. Δεν πέρασε πολύς χρόνος και μέχρι πρόσφατα πετυχημένος παραγωγός της βύνης ο Μπέρκα χρεοκόπησε. Τα σαξονικά στρατεύματα κάψανε το σπίτι του και το παρασκευαστήριο της βύνης. Οικονομικά δεν συνήλθε ποτέ. Ο Βίτεκ με την Γιοχάνα μοίρασαν την πείνα και την ανέχεια τους και ένωσαν τα θρύψαλα των πατρικών περιουσιών. Έκαναν τρία παιδιά. Πόσο χρονών είναι αυτά τώρα; Ο Βίτεκ προσπαθεί να μετράει στα παγωμένα του δάχτυλα. Μα ζουν ακόμα; Του Βίτεκ πόνεσε η καρδιά. Πάνω από δέκα χρόνια, ούτε τους έχει δει, ούτε έχει ακούσει για αυτούς, μήτε για τη μητέρα του. Μόνο έφτασε στα αφτιά του ότι το 1642 οι Σουηδοί κάψανε ολοσχερώς την πόλη Νύμπουρκ, όπου μετακόμισε η οικογένεια του για να κρυφτεί στα τείχη της θρυλικής πόλης. Λένε ότι δεν έμεινε άνθρωπος ζωντανός… Λόγω προδοσίας, λένε, κατάφεραν τα εχθρικά στρατεύματα να εισβάλουν στην οχυρωμένη πόλη. Οι κάτοικοι της πόλης κρύφτηκαν στον καθεδρικό ναό του αγίου Νικολάου. Μέσα στην εκκλησία τους μακέλεψαν. Θεέ! Δε βλέπεις τι γίνεται στο όνομά σου; Μακάρι να μην ήταν αλήθεια αυτά που ζούμε; Μα ζούμε καθόλου;
Ο Βίτεκ δεν πιστεύει πια στο θεό. Ούτε στο θεό των καθολικών, ούτε των προτεσταντών. Όλοι στο όνομα αυτηνού σκοτώνουν και σκοτώνονται. Δεν πιστεύει σε τίποτα. Ίσως στο αλκοόλ και στις φθηνές βρώμικες πόρνες.
Είναι σαράντα τριών χρονών και ο πόλεμος κρατάει ήδη τριάντα χρόνια. Ξέχασε τι σημαίνει η ειρήνη. Ο πόλεμος δεν θα τελειώσει μέχρι να μοιράσουν οι στρατηγοί, οι αριστοκράτες, οι μεγα-κλέφτες, οι απατεώνες και οι κομπιναδόροι σαν το Δούκα φον Βάλστεϊν, σαν τον Γκάλλας, σαν τους άλλους προδότες «ευγενείς», όλους τους θρόνους και όλες τις περιουσίες.
"Χωρικοί μετά τη μάχη στο Λευκό Βουνό, 1620"
Π. Μαιξνερ, πριν 1860
Πριν από καιρό - αλήθεια πέρασαν σχεδόν δεκαπέντε ολόκληρα χρόνια - έπρεπε να παρατήσει ο Βίτεκ, ένας απλός και ήρεμος άνθρωπος, τη δουλειά του, αφού χρεώθηκε στον ίδιο τον αρχιστράτηγο τον Δούκα Αλμπρέχτ φον Βάλστεϊν, για να πληρώσει τους απαιτούμενους φόρους και μπήκε αναγκαστικά στο στρατό του. Για λεφτά. Δεν τα πήρε όμως ποτέ. Δεν τους πληρώνουν εδώ και χρόνια. Μόνο ό,τι αρπάξουν. Και τι να κλέψεις σε μια κλεμμένη χώρα; Στην αρχή δεν το κατάφερνε. Και τώρα είναι σαν ένας λυσσασμένος λύκος. Αν του υποσχεθούν λίγο ύπνο, λίγο σάπιο κρέας και μπύρα, θα σκοτώσει ακόμη και όλο τον κόσμο!
Τελικά και τον Αλμπρέχτ φον Βάλστεϊν δολοφόνησαν, την περιουσία του άρπαξε ο αρχιστράτηγος του αυτοκρατορικού στρατού ο Ματιάς Γκάλλας.
Για δεύτερη φορά ακούγεται η κόρνα. Ετοιμαστείτε για επίθεση! Ο Βίτεκ προσπαθεί να ξεμπλέξει από το τρελό χορό των αναμνήσεων. Κοιτάζει γύρω του. Τα μάτια των συντρόφων του είναι καρφωμένα κάπου πέρα από την αμυντική γραμμή των Σουηδών. Μήπως τα ίδια πράγματα περνάνε από τα ταραγμένα μυαλά τους;
Τόσο απλό, όσο άπιαστο πράγμα είναι η ειρήνη...
Στο μέλλον η ιστορία θα γράψει  για τούτο τον πόλεμο, για τους Χάμπσμπουργκς, για τον Άλμπρεχτ από το Βάλστεϊν, για τον βασιλιά Γκούσταβ τον Δεύτερο. Ο Βίτεκ όμως δεν σκοπεύει να γράψει την ιστορία τους. Αλλά τη δική του, με τα παιδιά του, στο περιβόλι να μαζεύει μήλα, να περιποιείται τις μέλισσες, να κοιμάται δίπλα στη γυναίκα του με το δέρμα της λευκό και βελούδινο...Αυτό θα πει ιστορία, βρε αδελφέ!
Θηριωδίες του πολέμου. Χειρόγραφο του 17ου αιώνα. 
- «Παιδιά, αφού είμαστε τόσοι - και εσείς στην άλλη πλευρά - γιατί τους ακούμε; Γιατί δεν γυρνάμε στα σπίτια μας; Γιατί δεν τους παρατάμε; Γιατί ξεφτιλιζόμαστε; Γιατί σκοτωνόμαστε μεταξύ μας; Γιατί αφήνουμε τους πλούσιους να καταστρέφουν τις ζωές μας; Δεν τα βλέπετε; Μήπως κοιμάστε;» Ο Βίτεκ θέλει να φωνάξει, θέλει να ξεσηκώσει τους άλλους. Είναι αποφασισμένος να παρατήσει το ματωμένο σπαθί του και να φύγει από δω, να γυρίσει σπίτι, ή κάπου που δεν έχει πόλεμο. Την ίδια στιγμή ξαναπερνάει το λάβαρο στα χέρια του στρατηγού, ξανακούγεται η κόρνα, γρήγορα περνάει ο μοναχός και ευλογεί το στρατό. ...et spiritum sancti. Αmen. Στρατιώτες κάνουν το σταυρό τους. Αυτόματα, χωρίς καμία σκέψη ή σε καλύτερη περίπτωση σκεπτόμενοι ο κάθε ένας το δικό του ιερό, βιασμένο και μισοπεθαμένο. Προχωράνε στην επίθεση. Και ο Βίτεκ... Τι να κάνει τώρα; Ίσως μια άλλη φορά ... Τον παρασύρει το πλήθος...Δεν υπάρχει πια χρόνος για σκέψεις....μόνο για σπαθιά...

Υ. Γ.
Anno domini.... Τι σημασία έχει; Πέρασαν πάνω από 350 χρόνια...
Οι μέρες του όψιμου καλοκαιριού σε άλλη άκρη του κόσμου μυρίζουν από σταφύλια και σύκα
Οι αρχιστράτηγοι μόνιμα μαζεύουν στρατούς και ξαναμοιράζουν τον πλούτο της γης… μαζί με τους ανθρώπους ...

Λαέ, ήρθε η ευτυχισμένη στιγμή σου... Ειδού τις δοξασμένες προοπτικές.... ταλαιπωρημένος, χρεωμένος, δουλοπάροικος, μισθοφόρος που ξέχασε τι θα πει να ονειρεύεται...
Πράγμα όσο πιο απλό τόσο πιο άπιαστο...η ειρήνη..
Πες ευχαριστώ, που μπορείς να πεθάνεις για το λάβαρο της απανθρωπιάς!
Πόσο καιρό ακόμη θα γράφεται η ίδια ιστορία;
Από μας εξαρτάται...



Σημείωμα:
Με αυτό το διήγημα σχετίζεται και μια αξιοσημείωτη ιστορία: Πριν χρόνια το έστειλα σ' ένα διαγωνισμό διηγημάτων. Η επιτροπή κριτών (οι οποίοι ήταν επί των πλείστων πανεπιστημιακοί) μου είπε πως το διήγημα σίγουρα δεν έγραψα εγώ αλλά ότι το μετέφρασα από κάπου και πως εκείνοι δεν είναι βλάκες και το κατάλαβαν. Φυσικά είχαν το πολύ περιφρονητικό ύφος του παντογνώστη. Ευχαριστώ το μπλογκ που μου δίνει τη δυνατότητα δημοσίευσης [μπας θα βρεθεί το πρωτότυπο ;-)]. Βέρα

Τετάρτη 7 Σεπτεμβρίου 2011

Η πεταλούδα που ήθελε να γίνει ψάρι …


Σε ένα μικρό πάρκο κοντά στη θάλασσα ζούσε μια μικρή πολύχρωμη πεταλούδα. Της άρεσε ο εαυτός της με τα φτερά του, αφού χάρη σε αυτά μπορούσε να πετάει και να βλέπει τον κόσμο από ψηλά· να πετάει από λουλούδι σε λουλούδι και να ρουφάει τη γύρη του· να εξερευνά κάθε γωνιά του πάρκου και να κάνει καινούριους φίλους: τα ζώα και τα φυτά που βρίσκονταν σ’αυτό το μικρό πάρκο. Της άρεσαν και τα χρώματά της! Τόσα πολλά και διαφορετικά! Τόσο φωτεινά! Άσε που εντυπωσίαζαν και τους φίλους της!
Η ζωή κυλούσε ήρεμα στο μικρό πάρκο. Η μικρή πεταλούδα ήταν ευτυχισμένη – ή έτσι νόμιζε … Ήταν πάντα καλή και πρόθυμη στο σπίτι, επιμελής στο σχολείο … όμως κάτι της έλειπε …
Ούτε και η ίδια δεν μπορούσε να καταλάβει τι ήταν αυτό που έψαχνε … ΄Ωσπου μια μέρα πετώντας βγήκε από το μικρό πάρκο. Ήταν τόσο απορροφημένη στις σκέψεις της, που όταν το συνειδητοποίησε είχε ήδη απομακρυνθεί αρκετά … Πανικοβλήθηκε!!! Σκέφτηκε να κάνει μεταβολή και να γυρίσει αμέσως πίσω στη φωλιά της. Τέτοια ώρα η αγαπημένη της γιαγιά θα της είχε φτιάξει μια φέτα βούτυρο με μέλι και θα την περίμενε δίπλα στο παράθυρο για να της πει μια ιστορία…
Όμως, μια φρέσκια και δροσερή μυρωδιά κι ένας απαλός ήχος τράβηξαν την προσοχή της. Το πάρκο είχε τόσα λουλούδια! Αυτή τη μυρωδιά, όμως… Όμοιά της δε θυμόταν να είχε συναντήσει πουθενά στο πάρκο … κι αυτός ο ήχος … της θύμιζε τον ήχο που έκαναν τα νερά της λίμνης του πάρκου όταν φυσούσε …
Και ξαφνικά, η μικρή μας πεταλούδα, που δεν είχε βγει ποτέ από το μικρό πάρκο, βρέθηκε μπροστά στην απέραντη θάλασσα! Φόβος και ενθουσιασμός μαζί τη συνεπήραν! Χωρίς να ξέρει τι ήταν ακριβώς αυτό που έβλεπε μπροστά της, ένιωθε μια ακατανίκητη έλξη να βουτήξει μέσα του! Να κλείσει τα μάτια της και να χάνεται, να χάνεται, να χάνεται κάτω από το νερό…
Εκείνη τη στιγμή, ένα κοπάδι λαμπερά κόκκινα ψάρια φάνηκε να κολυμπάει κάτω από την επιφάνεια του νερού.
«Ε, σεις!», φώναξε η πεταλούδα, που πάντα έψαχνε για καινούριους φίλους και δε φοβόταν τους αγνώστους, παρά τις προειδοποιήσεις της μαμάς της, «Πάρτε με μαζί σας!»
Τα ψάρια την κοίταξαν με απορία. «Μα, είσαι πεταλούδα! Αν βουτήξεις, τα φτερά σου θα βραχούν, θα βουλιάξεις, θα πνιγείς!»
Για πρώτη φορά η πεταλούδα ένιωσε τόσο βαριά τα μέχρι πριν λίγο ανάλαφρα φτερά της. Δεν είπε τίποτα… Έμεινε ώρα πολλή να χαζεύει τη θάλασσα …. κι όταν πια νύχτωσε, πήρε με βαριά καρδιά το δρόμο για το πάρκο…
Από τότε, κάθε μέρα, με το που ξημέρωνε, έφευγε από το μικρό παρκάκι της και πήγαινε στη θάλασσα. Μύριζε το άρωμά της, άκουγε τους ήχους της, χάζευε τα κοπάδια ψαριών που περνούσαν κάπου-κάπου. Πόσο τα ζήλευε! Κι όταν ο ήλιος έδυε, επέστρεφε στη φωλιά της και ονειρευόταν ότι βουτούσε στα βαθιά νερά της θάλασσας … ότι τα φτερά της δε βάραιναν, αλλά μεταμορφώνονταν σε πτερύγια και ουρά και κολυμπούσε, κολυμπούσε αδιάκοπα, ακολουθώντας τη χρυσή γραμμή του ηλιοβασιλέματος που σχηματιζόταν πάνω στη θάλασσα …


το «παραμύθι» Η πεταλούδα που ήθελε να γίνει ψάρι
γράφτηκε από την Ανθή Ρουμπελάκη
στα πλαίσια του βιωματικού σεμιναρίου Το παραμύθι ως εργαλείο εμβάθυνσης και κατανόησης της παιδικής συμπεριφοράς, που διοργανώθηκε από το τμήμα Παροχής Κοινωνικών Υπηρεσιών της Διεύθυνσης Δημόσιας Υγείας και Κοινωνικής Πρόνοιας της Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης Λασιθίου το Μάρτιο του 2011

Δευτέρα 29 Αυγούστου 2011

Το ταξίδι της ζωής της ΑΝΔΡΕΑΣ


Το χειμώνα παρακολουθούσα  σεμινάριο Ψυχολογία και σχέσεις στην οικογένεια. Στο τέλος μας ζητήθηκε να γράψουμε ένα δικό μας παραμύθι πάνω στο θέμα Οι παιδική μας ηλικία και το πως επηρέαζε τη ζωή μας. Στην αρχή μας φάνηκε πολύ δύσκολο, όμως όλοι καταφέραμε, τελικά κ’ εγώ. Το αποτέλεσμα ήταν πολύ ενδιαφέρον. Όχι μόνο συνειδητοποιήσαμε πολλά πράγματα για μας τους ίδιους, αλλά ταυτόχρονα το διασκεδάσαμε. Εδώ είναι το παραμύθι μου…»


Μια φορά κ’ ένα καιρό σε μία μακρινή χώρα, εκεί που η γη είναι καταπράσινη από την πυκνή  βλάστηση, με πευκοδάση, με έλατα που ακουμπάνε τα σύννεφα, με ποτάμια και λίμνες γεμάτες χιλίων λογιών ψάρια, ακριβώς εκεί μέσα σ’ ένα δάσος ζούσε κάποτε μια οικογένεια αλεπούδων. Μαμά, μπαμπάς και τρία μικρά αλεπουδάκια: χαριτωμένα και ζωηρά ταυτόχρονα όπως όλα τα άλλα παιδάκια. Όλοι κατέχανε τον ρόλο τους, τη θέση τους στην οικογένεια. Ο μπαμπάς φρόντιζε να μην τους λείψει ποτέ τίποτα, η μαμά τους πρόσεχε, τους φρόντιζε, γιάτρευε τις πληγές και γενικά προσπαθούσε οι ατμόσφαιρα στη φωλιά τους να είναι πάντα ευχάριστη, να νιώθουν όλοι πάντα όμορφα. Τα παιδιά πήγαιναν στο σχολείο του δάσους να μάθουν όλα τα απαραίτητα για την επιβίωση τους. Το μεγαλύτερο παιδάκι-αλεπουδάκι έπρεπε να προσέχει τα μικρά του αδελφάκια, να είναι φρόνιμο και υπάκουο ώστε να μην κουράζει τους γονείς του, οι οποίοι επιστρεφόταν στη φωλιά τους αργά και κουρασμένοι από τις δουλειές τους. Ζήλευε που τα μικρά τρέχανε ανέμελα, που ήταν τόσο χαρούμενα και χωρίς ευθύνες. Παρόλα αυτά αγαπιόντουσαν όλοι πάρα πολύ, βοηθούσαν ο ένας στον άλλο όχι μόνο με τις δουλειές, αλλά και με διάφορα προβλήματα. Ήταν πολύ δεμένοι μεταξύ τους.
Όπως συμβαίνει στην κάθε οικογένεια, κάποια στιγμή έπρεπε να χωριστούν. Τα μικρά αλεπουδάκια μεγάλωσαν κ’ έπρεπε να φύγουν από τη ζεστή τους φωλιά, να ανεξαρτητοποιηθούν, να σταθούν στα πόδια τους, να βρουν σύντροφο, να φτιάξουν τη δική τους φωλιά και να δημιουργήσουν τη δική τους οικογένεια.
Αποχωρισμός ήταν πολύ δύσκολος, τα συναισθήματα ανάμικτα, από τη μία υπήρχε δίψα για καινούργιες εμπειρίες, πρόκληση του άγνωστου, από την άλλη φόβος που προκαλούσε ιδέα της μοναξιάς. Ο καθένας διάλεξε διαφορετικό δρόμο  έχοντας διαφορετικές προσδοκίες.

Εμείς θα ταξιδέψουμε με το μεγαλύτερο αλεπουδάκι, που πήγε νότια. Πέρασε πολλά δάση και λιβάδια, αμέτρητα ποτάμια, ταξίδευε πολύ καιρό, απέκτησε καινούργιους φίλους, έμαθε να ξεχωρίζει τους καλούς από τους κακούς, να αναγνωρίζει τα λάθη του, να τα διορθώνει, να καταλάβει και να κατανοεί τους άλλους και να βοηθάει αυτούς που το έχουν ανάγκη. Με όλα αυτά ούτε που κατάλαβε πως μεγάλωσε, έγινε μία αλεπού δυνατή και θαρραλέα, όμως πολύ μοναχική. Κάποια στιγμή έφτασε σ’ ένα μακρινό τόπο, φωτεινό και ζεστό, πολύ διαφορετικό από το δάσος της και κατάλαβε ότι το ταξίδι της έλαβε τέλος. Η αίσθηση αυτή αποδείχτηκε αληθινή όταν γνώρισε ένα όμορφο και δυνατό αρσενικό με το όποιο ένοιωθε  ασφάλεια και συντροφιά. Τότε έφτασε η ώρα να φτιάξουν τη δική τους φωλιά. Προσπαθούσε να είναι και αυτή τόσο ζεστή όσο κ’ εκείνη στην όποια μεγάλωσε η ίδια. Μέσα σε λίγο καιρό η φωλιά γέμισε με χαρούμενες φωνούλες και δύο πανέμορφα αλεπουδάκια έτρεχαν από εδώ και από εκεί. Η ευτυχία των γονέων ήταν απερίγραπτη. Η μαμά αλεπού πρόσεχε τα μικρά τους και μαζί με τον μπαμπά προσπαθούσαν να τους μάθουν όλα όσα ήξεραν, να τους στηρίζουν στις προσπάθειες και στις αποφάσεις τους και να περνούν όλοι μαζί ευχάριστα. Μόνο που και που εμφανιζόταν ένα σύννεφο στο μυαλό της μαμάς που της θύμιζε ότι κάποια στιγμή τα παιδιά θα μεγαλώσουν και  αναγκαστικά θα φύγουν να κάνουν τη ζωή τους.

Κείμενο: Άνδρεα Λάϊνοβα-Κακογιαννάκη 
(με εικόνες της Βέρας Κλώντζα-Γιάκλοβα)   

Παρασκευή 20 Μαΐου 2011

Κύριε, υπάρχει ο Κράκονος;



Μέσα στην τάξη έκανε ζέστη, ο δάσκαλος ακόμα πριν ξεκινήσει το μάθημα, γέμισε τη σόμπα με μπόλικα ξύλα, έλεγξε αν όλα τα παιδιά βγάλανε τα πανωφόρια τους μουσκεμένα από το χιόνι να μην κρυώσουν και να προλάβουν να στεγνώσουν μέχρι να πάνε στα σπίτια τους. Μερικά από τα παιδιά της τάξης φτάνουν στο σχόλιο περπατώντας κάμποσα χιλιόμετρα αλλά κανένα απ’ αυτά δεν θα έχανε το σχολείο με τίποτα. Τόσο πολύ αγαπούν το δάσκαλό τους. Ποτέ δεν τους αφήνει με απορίες, ελεύθερα μπορούν να τον ρωτήσουν οτιδήποτε. Ο δάσκαλος κάνει συλλογή από παραμύθια κ’ όταν μένει χρόνος διαβάζουν ιστορίες από το σημειωματάριό του. Τότε στην τάξη επικρατεί τέτοια σιωπή που θα άκουγες ακόμα και τη βελόνα όταν πέφτει:
«Κύριε, ο Λόϊζα  λέει πως είδε τον Κράκονος να κάνει σκι στις βουνοκορφές. Αλλά Κράκονος δεν υπάρχει! Ο Λόϊζα λέει ψέματα!»
Ο δάσκαλος χαμογέλασε: «Ξέρεις Μάρτιν, Τα πράγματα δεν είναι τόσο απλά. Η ζωή είναι δύσκολη εδώ στα βουνά. Ειδικά το χειμώνα. Οι άνθρωποι έχουν ανάγκη να νοιώθουν πως κάποιος τους προστατεύει. Έτσι επινοήσανε τον Κράκονος, τον προστάτη των βουνών μας.  Για μας που ζούμε εδώ υπάρχει. Σκέψου πόσες ιστορίες για τον Κράκονος ξέρεις; Εγώ τις καταγράφω. Ήδη έχω μια μεγάλη συλλογή.»
«Πέστε μας ένα παραμύθι για τον Κράκονος, κύριε…» παρακαλούσαν τα παιδιά.
«Τι να σας κάνω; Τις ασκήσεις σας τις έχετε κάνει;»
«Ναιιιι.»
«Καλά. Έλα Ρόζιτσκα μπροστά. Θα διαβάζεις να ακούνε όλοι,» ο δάσκαλος τοποθέτησε μια καρέκλα για την Ρόζιτσκα μπροστά στον πίνακα κι άρχισε να ψάχνει την κατάλληλη ιστορία στο σημειωματάριό του. Έξω σφύριζε αέρας κι ανακατευόταν  με τη φωνούλα της Ρόζιτσκα ώστε το παραμύθι έμοιαζε πραγματικό:
«Στα βουνά που αγκαλιάζουν τη Βοημία ζει ο Κράκονος. Άντρας ψιλός και δυνατός, με μακριά γένια, κεφάλι καλυμμένο με ένα πελώριο καπέλο με φτερό πέρδικας, τυλιγμένος σ’ ένα μακρύ μαντύα, φοράει ψιλές μπότες. Στο χέρι του πάντα κρατάει πάντα μια μακρύ γλίτσα η οποία, όπως λένε, είναι μαγική. Ο Κράκονος προστατεύει τα ζώα, τα φυτά αλλά και τους ανθρώπους των βουνών. Τους σωστούς τους βοηθάει και τους κακούς τους τιμωρεί. Κάθε μέρα ελέγχει τα βουνά για να δει που χρειάζεται βροχή, από πού να περάσει ο άνεμος χωρίς να κάνει ζημιά, στερεώνει τα βράχια να μην πέφτουν στα κεφάλια των ανθρώπων, την άνοιξη δημιουργεί ρυάκια να μην πνιγούν οι άνθρωποι από το χιόνι λιώνει, ετοιμάζει τάϊσμα στα ζώα πριν το χειμώνα, φυτεύει βότανα και μανιτάρια, μετράει αυγά στις φωλιές, καθαρίζει τις πηγές, χτενίζει τις βελόνες των πεύκων και στρώνει το βρύο για ‘κείνους που θα κοιμηθούν στο δάσος. Αν παρατηρεί κάποιον που θέλει να πλουτίζει εις βάρος άλλων συνανθρώπων ο θυμός του δεν έχει όρια. 
Όλα θα πήγαιναν ρολόι στα βουνά αν ο Κράκονος δεν θα είχε για γείτονα τον Ζήλομπερκ, έναν αλαζόνα που υποστήριζε πως είναι αριστοκράτης με οικόσημα. Γεμάτος ζήλια και κακία το μόνο που προσπαθούσε πραγματικά ήταν να πλουτίσει χωρίς δουλειά. Όλοι έπρεπε να τον αποκαλούν «Κύριε» παρόλο που έμενε  σ’ ένα λίγο καλύτερο χωριατόσπιτο και τα χωράφια του είχαν πιο πολλές πέτρες παρά πατάτες.
Τότε, όταν είχε συμβεί η ιστορία μας, είχε τρεις υπηρέτες – την Άντσε, τον Κούμπα κ’ ένα δασοφύλακα. Ο Ζήλομπερκ δεν ήθελε να ακούσει ούτε λέξη για τον Κράκονος. Του ζήλευε φοβερά και για ότι είχε συμβεί για τον Ζήλομπερκ έφταιγε πάντα ο Κράκονος. Το χειμώνα παραπονιόταν για το χιόνι και το κρύο, το καλοκαίρι για τον ήλιο και τη ζέστη, το φθινόπωρο τον πείραζαν οι ομίχλες και την άνοιξη είχε πονοκέφαλο από το κελάηδισμα των πουλιών.
«Μάγια κάνει, το υπογράφω. Το χορτάρι στα λιβάδια του είναι ψιλό σαν το σιτάρι στην πεδιάδα του Έλβα, το κτήμα του είναι γεμάτο ζώα, παντού λουλούδια, διάφορα βότανα, βατόμουρα μεγάλα σαν τα κεράσια μας…» φώναζε νευριασμένος Ζήλομπερκ ενώ οι υπηρέτες του τρέχανε γύρω του για να τον περιποιηθούν.
«Κράκονος δουλεύει πολύ. Δεν σταματάει ούτε δευτερόλεπτο για αυτό τα έχει όλα  νοικοκυρεμένα,» είπε ο δασοφύλακας ο οποίος συχνά παρακολουθούσε τον Κράκονος πως με επιμέλεια και υπομονή ασχολείται με το νοικοκυριό του.
«Ο Κράκονος δεν έχει φάει τα ελάφια του το Πάσχα σαν εσάς, ούτε κάνει ομελέτα από αυγά φασιανών,» είπε ειρωνικά η Άντσε που δεν φοβόταν καθόλου το αφεντικό της του έλεγε τα πάντα κατάματα.
«Πάψε θρασύτατη! Εγώ είμαι αριστοκράτης. Δεν θα τρώω σαν τον κάθε χωριάτη. Και όσο αφοράει τον Κράκονος, εκείνος κάνει μάγια κ’ έτσι μου προκαλεί ζημιές. Αυτό είναι απαράδεχτο.» Ο Ζηλομπεργκ σκέφτηκε για λίγο και ξαφνικά πρόσταξε στο δασοφύλακα: «Πάρε  μία καραμπίνα και πάμε στο δάσος! Κ’ εσύ Άντσε, ετοίμασε κολατσιό. Στο φρέσκο αέρα ανοίγει η όρεξη. Κούμπα, φέρε μου το πράσινο σακάκι και το καπέλο με φτερό!»
             Ο Ζήλομπεργκ με τη βοήθεια των υπηρετών του ετοιμάστηκε και έφυγε με το δασοφύλακα. Δεν περπατούσαν ούτε μισή ώρα όταν φτάσανε στο δάσος όπου στο πρώτο δέντρο βρισκόταν κρεμασμένη μια μεγάλη ταμπέλα:
ΑΠΟ ‘ΔΩ ΕΙΝΑΙ ΤΟΥ ΚΡΑΚΟΝΟΣ.
ΚΑΛΩΣ ΗΡΘΕΣ
ΟΠΟΙΟΣ ΜΠΑΙΝΕΙΣ ΜΕ ΚΑΛΟΥΣ ΣΚΟΠΟΥΣ.

«Κύριε, εμείς δεν πάμε στο δάσος μας;» ρώτησε απορριμμένος δασοφύλακας.
«Όχι βέβαια. Πάμε στον Κράκονος.»
«Να κινηγάμε εκεί;» ρώτησε πάλι ο δασοφύλακας κ’ έτρεμε από το φόβο.
«Φυσικά. Ούτως ή αλλιώς τα δικά μας ζώα σε ‘κείνον πήγαν. Πάμε να τα πάρουμε πίσω. Τι στέκεσαι; Έλα!»  Ο δασοφύλακας δεν ήξερε αν φοβάται πιο πολύ το αφεντικό του ή τον Κράκονος. Μπαίνοντας βαθιά στο δάσος λες να βρισκόντουσαν στο παράδεισο. Ελάφια, ζαρκάδια, λαγοί και φασιανοί βοσκούσαν μπροστά στα μάτια του Ζήλομπεργκ σαν να μην υπήρχε. Αρκούδες, λύκοι και αλεπούδες κοιμόντουσαν ανενόχλητοι στον ήλιο. Στον αέρα αετοί κι άλλα πουλιά, πάνω στα λουλούδια πεταλούδες και άγριες μέλισσες… Τα λουλούδια και το ρετσίνι μύρισε μέχρι που στο δασοφύλακα ερχόταν η ζάλη. Ο Ζήλομπεργκ, όμως, δεν είχε συγκινηθεί καθόλου με την απερίγραπτη ομορφιά. Κατέβασε την καραμπίνα από τον ώμο κι άρχισε να ρίχνει αριστερά δεξιά. Μπαμ! Μπαμ! Μπαμ! Τα ζώα έτρεχαν να κρυφτούν αλλά δυστυχώς μερικά απ’ αυτά δεν  γλύτωσαν από τα σκάγια του Ζήλομποεργκ ο οποίος πυροβολούσε σαν στη μάχη του Χράντετς με τους Πρώσους. Ρίχνοντας  φώναζε στο δασοφύλακα: «Μη στέκεσαι σαν στην θεία κοινωνία και πυροβόλα!»
Ο Κράκονος άκουγε τους κρότους και πριν πρόλαβε να συνειδητοποιήσει τι συμβαίνει, φτάσανε τα πουλιά φωνάζοντας όλα μαζί: «Ο Ζήλομπεργκ ήρθε στο δάσος μας για κυνήγι.»
«Τί; Αδύνατον,» δεν μπορούσε να το πιστέψει ο Κράκονος. Αλλά με τη γλίτσα του που λειτουργούσε και σαν κιάλι κοίταξε προς την κατεύθυνση του κρότου: «Ζήλομπεργκ, να είσαι βέβαιος πως δεν θα φας ούτε μπουκιά από τη λεία σου,» είπε και χτύπησε με το μπαστούνι του κάτω. Αμέσως, πάνω από το κεφάλι του  εμφανίστηκαν  σύννεφα. Ο Κράκονος τέντωσε τα χέρια του, τα έπιασε, τα γέμισε με νερό και χαλάζι που κουβαλούσε πάντα στο σακίδιό του και κάλεσε τον αέρα να τα πάει στο Ζήλομπεργκ. Με αυτό τον τρόπο τελείωσε το μακελειό. Ο Ζήλομπργκ με το δασοφύλακα φτάσανε σο σπίτι μούσκεμα. Ο Ζήλομπερκ φυσικά αμέσως ξεκίνησε να διατάζει: «Άντσε, τσάι! Και ρούμι!  Γρήγορα και ζεστές κάλτσες! Κούμπα, φόρτωσε τη σόμπα! Θεέ και Κύριε, ποσό αργόστροφοι είστε! Δε βλέπετε πως κρυώνω. Και τώρα Κούμπα, σφαίρα, ετοίμασε το κρέας, Άντσε! Άντσε, που χαζεύεις; Τους λαγούς τους θέλω με κρέμα γάλακτος, τα ζαρκάδια στο φούρνο και που ‘σε; Το αγριογούρουνο θέλω καπνιστό, το ελάφι κρασάτο, τις πέρδικες με γέμιση από δαμάσκηνα….»
Όταν ο Κούμπα είδε στην αυλή τόσα νεκρά ζώα κατάλαβε πως είναι από το δάσος του Κράκονος. Το ίδιο και η Άντσε: «Κύριε, ο Κράκονος δεν θα το αφήσει έτσι. Θα δείτε!»
«Δεν σε πληρώνω για τις απόψεις σου,» απάντησε νευριασμένος Ζήλομπερκ «Σιγά μη τα είχε και μετριμένα,» γελούσε ο Ζήλομπεργκ και χαιρέκακα  έτριβε  τα χέρια του. Αυτή τη στιγμή αισθανόταν έξυπνος, μεγάλος και τρανός.
Ο Κούμπα, λοιπόν, χωρίς καμία όρεξη έπιασε δουλειά. Μόλις ακούμπησε τον πρώτο λαγό να του βγάλει την κοιλιά, το ζώο ζωντάνεψε και πήρε δρόμο. Το ίδιο και ο δεύτερος λαγός. Η πέρδικα πέταξε. Μόνο το ελάφι έμπλεξε λίγο τα πόδια του πριν σηκωθεί.  «Κύριε, ελάτε να δείτε!» φώναξε σοκαρισμένος Κούμπα το Ζήλομπερκ. Όλα τα ζώα μπροστά στα μάτια του ζωντάνεψαν και τρέξανε να φύγουν. Ο Ζήλομπερκ μόλις το είδε, άρχισε να στολίζει τον Κράκονος με βρισιές στα τσέχικα και στα γερμανικά, ότι του ήρθε τη στιγμή: «Ντονρ-βετρ, κρουτσαϊς ελεμεντ!» Δεν ένοιωθε καθόλου τύψεις. Όταν πέταξε και ο τελευταίος φασιανός έφτασε ο Κράκονος. «Ελπίζω, γείτονα, πως πήρες το μάθημα σου. Αυτή τη φορά διασκέδασα με την απληστία σου. Την επόμενη φορά θα γνωρίζεις τον πραγματικό μου θυμό», είπε και εξαφανίστηκε. Στην αυλή έμεινε μόνο ο λίγος καπνός από την πίπα του.
Ρωτάτε αν ο Ζήλομπερκ πήρε το μάθημά του; Μπορείτε να μαντέψετε! Και αν δεν είστε σίγουροι, διαβάστε και άλλα παραμύθια που διηγούνται στα βουνά που προστατεύει ο Κράκονος ή πηγαίνετε εκεί και ρωτήστε τον ίδιο. Έχει να σας πει ιστορίες…»

Σημ.:  Εικόνες στο κείμενο είναι από τις ταινίες: "Κράκονος και οι σκιέρ" (Krakonoš a lyžníci 1980) και "Παραμύθια της βουνοσειράς Κρκόνοσε" (Krkonošské pohádky, 1974) 

Πέμπτη 5 Μαΐου 2011

Ελίσκα, η πριγκίπισσα από το νερόμυλο


 Γεια σας παιδιά!
Είμαι σίγουρη πως σας αρέσουν τα παραμύθια. Υπάρχει ένα πρόβλημα όμως. Η ιστορία την οποία θα διαβάζετε τώρα δεν είναι καθόλου παραμύθι. Είναι πραγματική. Μόνο που είχε συμβεί τόσο παλιά ώστε σήμερα μας φαίνεται σαν παραμύθι…

Στα βάθη ενός καταπράσινου δάσους κάπου στη νότια Τσεχία ζούσε μια μάγισσα η οποία ήθελε πάρα πολύ να παντρευτεί. Της άρεσε ένας διαβολάκος, ένας αλητάκος ο οποίος όμως δεν της έδινε καμία σημασία διότι ερωτεύτηκε μια πολύ όμορφη κοπέλα, την Ελίσκα. Η Ελίσκα ζούσε σ’ ένα νερόμυλο με τον πατέρα της. Υπήρχε κ΄ ένα άλλο ξωτικό που την αγαπούσε - ο Βόντνικ. Ο Βόντνικ κυκλοφορεί στα τσέχικα παραμύθια, έχει πράσινο δέρμα, ανάμεσά στα δάκτυλά του έχει μεμβράνες και πίσω από τα αυτιά βράγχια επειδή ζει στο νερό. Μπορεί να βγει και στη ξηρά αλλά όταν στεγνώνει το σακάκι του, πρέπει να επιστρέψει όσω το γρηγορότερο στο νερό.
Σ’ ένα άλλο χωριό ζούσε ένας νεαρός ονόματι Χόνζα. Ο Χόνζα ονειρευόταν ότι μια μέρα θα βρει μια όμορφη πριγκίπισσα και θα την παντρευτεί. Όλοι στο χωριό των κορόιδευαν μέχρι που πήρε απόφαση να φύγει από το σπίτι και να ψάξει κάπου στον κόσμο για την πριγκίπισσά του. Περπατούσε ήδη μια ολόκληρη μέρα και ίχνος πριγκίπισσας... Τον πήρε χαμπάρι η μάγισσά μας. «Αυτός ο νεαρός μου έρχεται κουτί», σκέφτηκε. «Θα το στείλω στο νερόμυλο. Η Ελίσκα είναι πολύ όμορφη. Αφού την ερωτεύτηκε και ο διαβολάκος μου και ο Βόντικ, δεν υπάρχει περίπτωση να μην την ερωτευτεί ένας απλός θνητός!» Άπλωσε στο πρόσωπό της το πιο γλυκό χαμόγελο που κατάφερε κ’ έκατσε στη μέση του δρόμου όπου περνούσε τραγουδώντας ο Χόνζα. Την ρώτησε: «Γιαγιά, τι κάνεις εδώ, στη μέση του δάσους, μόνη σου;»
«Περιμένω αν θα βρεθεί κάποιος να μου δώσει κάτι να φάω,» είπε η μάγισσα  «και να δω αν αξίζει τη βοήθειά μου.» Ο Χόνζα δε σκέφτηκε ούτε δευτερόλεπτο κ’ έδωσε στη μάγισσα το κολατσιό του. Η μάγισσα δάγκωσε μια μεγάλη μπουκιά από την πίτα που είχε ο Χόνζα από τη μαμά του να μην πεινάει στο δρόμο. «Πόσο νόστιμη είναι,» χάρηκε η μάγισσα και συνέχισε μασουλώντας: «κ’ εγώ έχω κάτι για σένα.» Έβγαλε το μαγικό της ραβδάκι, το κούνησε πέρα δώθε και πριν θα έλεγες κύμινο, ήταν ο Χόνζα στην αυλή του νερόμυλου. Δεν κατάλαβε πως βρέθηκε εκεί αλλά άρχισε να σκοτεινιάζει κ’ έτσι χωρίς άλλη σκέψη χτύπησε την πόρτα και ρώτησε αν μπορεί να διανυχτερεύσει. Στην Ελίσκα δεν άρεσε ποτέ κανένας νεαρός αλλά αυτός που ξαφνικά εμφανίσθηκε στην πόρτα τους, ήταν το κάτι άλλο. Τον ερωτεύτηκε με την πρώτη ματιά. Ο γέρος μυλωνάς ρώτησε το Χόνζα: «Νεαρέ, δεν θα ήθελες να μείνεις στο μύλο μας σαν βοηθός; Δεν τα καταφέρνω πια μόνος μου, γερνάω. Για την κόρη μου είναι η δουλειά στο μύλο πάρα πολύ σκληρή. …θα σε πλήρωνα καλά.»
«Δεν μπορώ,» απάντησε ο Χόνζα. «Θα σας βοηθήσω αύριο να ξεπληρώσω τη φιλοξενία σας αλλά μεθαύριο πρέπει να έχω φύγει.»
«Και που πας και βιάζεσαι τόσο πολύ; Μήπως σε κυνηγούν;»
«Κανείς δεν με κυνηγάει. Εγώ κυνηγάω. Το όνειρό μου κυνηγάω. Ψάχνω για κάποια πριγκίπισσα για να την παντρευτώ.» 
«Δεν μπορώ να σε κρατήσω με το ζόρι. Καλή νύχτα, λοιπόν.»
Αυτή τη στιγμή φαινόντουσαν όλα χαμένα και για την Ελίσκα, και για τη μάγισσα. Τα κορίτσια όμως, είναι πολύ έξυπνα και όταν είναι κ’ ερωτευμένα ποιος τα πιάνει;
«Αφού ψάχνεις για πριγκίπισσα γιατί δεν ενδιαφέρεσαι για τη δική μας;» ρώτησε η Ελίσκα το Χόνζα την επόμενη μέρα το πρωί.
«Εδώ υπάρχει κάποια πριγκίπισσα; Δεν το πιστεύω.»
«Όχι στο νερόμυλο, φυσικά. Είναι στη λίμνη. Ένας κακός μάγος τη μεταμόρφωσε σε πέστροφα. Μπορεί να βγει από το νερό μόνο τα μεσάνυχτα όταν έχει πανσέληνο. Βγαίνει έξω από το νερό και περιμένει μήπως και βρεθεί κάποιο αγόρι και θα τη σώσει.»
«Την έχεις δει;»
«Ε, λίγο. Καθόταν ντυμένη με άσπρα ρούχα μέσα στα καλάμια και έκλαιγε,» ψευδόταν η Ελίσκα μόνο και μόνο να πείσει το Χόνζα να μείνει στο νερόμυλο.
«Πως μπορείς να ακυρώσεις τα μαγικά;» ρώτησε με περιέργεια ο Χόνζα που πίστεψε την ιστορία.
«Λένε ότι ένα τραγούδι που βγαίνει από μια ερωτευμένη καρδιά, φτάνει.»
Έτσι ο Χόνζα αποφάσισε να μείνει στο μύλο.
Το φεγγάρι μεγάλωνε. Μεγάλωνε και ο πόνος στη μέση του μυλωνά από τη σκληρή δουλειά στο μύλο παρόλο που ο Χόνζα βοηθούσε με όλες τις δυνάμεις του. «Πότε θα παντρευτείς επιτέλους;» ρωτούσε ο μυλωνάς την κόρη του. «Θέλω να παραδώσω το μύλο σε κάποιον νεότερο. Θέλω κ’ εγώ να δω μια μέρα ένα τσούρμο εγγόνια να παίζουν εδώ στην αυλή. Κοίτα το Χόνζα! Δουλευταράς, όμορφος, ευγενικός…»
«Αφού ξέρεις μπαμπά ότι αυτός περιμένει μια πριγκίπισσα,» απάντησε η Ελίσκα. Ντρεπόταν να πει στον πατέρα της πως ο Χόνζα θα άρεσε και σε ‘κείνη.
«Δικαιολογίες! Σου δίνω προθεσμία μέχρι την επόμενη πανσέληνο. Αν δεν θα βρεις κανένα μέχρι τότε, θα σε δώσω στον πρώτο που θα σε ζητήσει. Το ορκίζομαι.»
Ως γνωστό, ο διάβολος ποτέ δεν κοιμάται κ’ έτσι άκουσε τα λόγια του μυλωνά. Τα άκουσε και ο Βόντικ διότι εκείνος καθόταν κάθε βράδυ κάτω από το παράθυρο της Ελίσκας, άκουγε τα τραγούδια της κ’ έκανε όνειρα ότι θα την παντρευτεί μια μέρα. Επίσης άκουσε κ’ ένας κακότροπος δούκας, ο οποίος τυχαία σταμάτησε στο νερόμυλο για να πιουν τα άλογά του λίγο νερό. Και οι τρεις μπήκαν στο δωμάτιο σαν φουριόζοι φωνάζοντας: «Εγώ! Εγώ θέλω να παντρευτώ την κόρη σου, μυλωνά. Ζητώ το χέρι της! Εγώ είμαι πρώτος!» Ένας έσπρωχνε τον άλλο και ο μυλωνάς σκεπτόταν τι να κάνει. Να δώσει τη μοναδική μου κόρη στην κόλαση, να την πνίξει το νερό ή θα τη στείλει στο κάστρο εκείνου του δούκα, του μασκαρά;
Και ο Χόνζα; Κοιμάται στον αχυρώνα και ονειρεύεται κάποια πριγκίπισσα…
«Αγαπητοί μου γαμπροί, μέχρι την πανσέληνο είναι η επιλογή στα χέρια της κόρης μου,» τους απάντησε ο μυλωνάς.
Όλοι κοίταξαν την Ελίσκα τι θα πει ή μήπως θα επιλέξει κανένα επί τόπου: «Δεν θέλω να προσβάλω κανένα από σας. Όποιος θα μου φέρει το Σάββατο απόγευμα το ομορφότερο δώρο, θα γίνει σύζυγος μου.»
Και οι τρεις υποψήφιοι γαμπροί τρέξανε στα σπίτια τους να σκεφτούν και να βρουν το ομορφότερο δώρο.
Το επόμενο πρωί βρήκε ο Χόνζα την Ελίσκα να κλαίει: «Γιατί ένα τόσο όμορφο κορίτσι κλαίει;» ρώτησε με ειλικρίνεια αλλά εκείνη δεν ήθελε να του πει. «Εσύ είσαι έξυπνο κορίτσι. Θα βρεις λύση ότι και να σου συμβεί.»
«Και αν όχι;»
«Τότε είμαι εγώ εδώ. Αν θέλει κάποιος το κακό σου, θα μπλέξει άσχημα μαζί μου!» είπε ο Χόνζα με αποφασιστικότητα και της έδωσε ένα φιλί. Έτσι αυθόρμητα…
Το Σάββατο απόγευμα φτάσανε οι γαμπροί. Ο δούκας κρατούσε ένα δαντελένιο λευκό φόρεμα με ασημένια κεντήματα και μαργαριτάρια, ο διάβολος χρυσά κοσμήματα με διαμάντια που μοιάζανε σαν δίχτυα της αράχνης μετά από την πρώτη ανοιξιάτικη βροχή και ο Βόντνικ ένα μαγικό λέπι. Όποιος πετάει αυτό το λέπι στο νερό τη νύχτα της πανσέληνου, μπορεί να περπατήσει στην επιφάνεια του νερού εκεί που πέφτει το φως του φεγγαριού σαν να ήταν η πλατεία μας.
«Ελίσκα, αναρωτιέμαι ποιο δώρο θα προτιμήσεις,» αναστέναξε ο μυλωνάς.
«Όλα είναι πολύ ωραία. Δεν μπορώ να αποφασίσω. Ζητήσατε το χέρι μου, φέρατε δώρα, ας κάνετε και μια τρίτη δοκιμή.» Η Ελίσκα βλέποντας τα δώρα είχε μια καλή ιδέα: «Όποιος από σας θα μου τραγουδήσει το ωραιότερο τραγούδι σήμερα τα μεσάνυχτα στην όχθη της λίμνης, θα είναι τελικά ο άνδρας μου.»
Και οι τρεις τρέξανε πάλι στα σπίτια τους να κάνουν πρόβες.
Εν τω μεταξύ ο Χόνζα ερχόταν από την αγορά όπου πήγε να πουλήσει το αλεύρι του μύλου τους. Περπατούσε τραγουδώντας. Ιδέα δεν είχε για το τι συνέβη στο μύλο. Συνάντησε το δούκα ο οποίος άκουσε το τραγούδι του και ρώτησε «Νεαρέ μου, ωραία τραγουδάς. Που βρείκες ένα τόσο όμορφο τραγούδι;»                    
«Ότι είναι όμορφο, λέτε; Ελπίζω ότι θα αρέσει σήμερα τα μεσάνυχτα στη λίμνη,» απάντησε απονήρευτος ο Χόνζα.
«Αν θα τραγουδήσει αυτός, δεν θα κερδίσω την Ελίσκα ποτέ,» σκέφτηκε ο δούκας. Έκλεισε το μάτι στους σωματοφυλακές του κ’ εκείνοι άρπαξαν το Χόνζα, το δέσανε σ’ ένα δέντρο, του κλείσανε το στόμα του και έγιναν καπνός…
Και τώρα… Πάλι όλα χαμένα φαίνονται…
Όλα αυτά, όμως, τα είδε η μάγισσα. Οι μάγισσες μπορούν να δουν ότι θέλουν ακόμα και αν συμβαίνουν πολύ μακριά. Άρον άρον άρπαξε τη σκούπα της, ανέβηκε και πέταξε όσο πιο γρήγορα γινόταν για να σώσει το Χόνζα, τη μοναδική της ελπίδα. Ήδη είχε πέσει το σκοτάδι. Και οι τρεις τραγουδιστές μας ήταν πανέτοιμοι για την παράσταση. Επιτέλους η μάγισσα έφτασε στο Χόνζα: «Θα σε απελευθερώσω τώρα, επειδή μοιράστηκες μαζί μου το φαΐ σου. Θυμάσαι; Τρέξε να τραγουδήσεις.»
«Μάλλον δεν θα πάω. Όταν ήμουν εδώ δεμένος σκέφτηκα…»
«Τι;» δεν άφησε η μάγισσα το Χόνζα να τελειώσει τη σκέψη του. «Μη ρωτάς τίποτα και τρέξε στη λιμνούλα! Και τραγούδα! Πολλές ελπίδες εξαρτώνται από το τραγούδι σου.»
«Δεν καταλαβαίνω…»
«Αχ, εσείς οι άνθρωποι όλα πρέπει να καταλαβαίνεται. Τρέχα! Σε παρακαλώ τρέχα!»  
Την ίδια στιγμή ήδη είχε τραγουδούσε ο Βόντνικ μαζί με τα βατραχάκια του το Κυαξ μπλουζ. Και ο διαβολάκος συνοδευόμενος από αμέτρητα πυροτεχνήματα και μόλις τώρα τελειώνει το τραγούδι του και ο κακός  δούκας με τη φάλτσα φωνή του. Ο Χόνζα άφαντος. Η Ελίσκα, ντυμένη και στολισμένη με τα δώρα από τους γαμπρούς έμοιαζε με πραγματική πριγκίπισσα. Καθόταν στα καλάμια έτοιμη να κλάψει. Όταν τελείωσε ο δούκας το τραγούδι του και δεν ακούστηκε το τραγούδι  του Χόνζα κατάλαβε πως όλα είναι χαμένα και πρέπει να βγει. Πέταξε το λέπι στο νερό. Εκείνη τη στιγμή ακούστηκε από μακριά το τραγούδι του Χόνζα… 

Ο Χόνζα τραγουδούσε όντως πολύ όμορφα, σαν το νερό που τρέχει στο αφρίζον ρυάκι. Το τραγούδι ακόμα δεν τελείωσε και η Ελίσκα προσεκτικά περπατούσε πάνω στην επιφάνεια του νερού προς τους υποψήφιους γαμπρούς που μείνανε όλοι με ανοιχτό το στόμα. Έμοιαζε όντως με πριγκίπισσα από κάποιο αρχαίο παραμύθι, πραγματικά περπατούσε στην επιφάνεια του νερού στο αμυδρό φως του φεγγαριού. Όλοι περίμεναν με αγονία την απόφασή της:
«Ο Βόντικ τραγουδούσε μόνο για το υγρό του σπίτι, ο διάβολος για τον τρόμο που προκαλεί η κόλαση, ο δούκας για τον εαυτό του και τα πλούτη του. Μόνο ο Χόνζα τραγουδούσε για το κορίτσι που αγαπάει. Εγώ επιλέγω το Χόνζα.»
Όλοι οι υπόλοιποι άρχισαν  ξαφνικά να φωνάζουν: «αυτό δεν είναι δίκαιο. Δεν σου έδωσε κανένα δώρο.»
«Έδωσε.»
«Που το;»
«Μου έκανε το πιο ωραίο δώρο που μπορούσε να μου χαρίσει τη συγκεκριμένη στιγμή. Μου έδωσε ένα φιλί. Αλλά περιμένετε λίγο. Μπορεί ο Χόνζα δεν θέλει εμένα, μπορεί φαντάζεται κάποια πριγκίπισσα, κάποια βασσιλοπούλα.»
«Εσένα θέλω,» πετάχτηκε ο Χόνζα που μόλις άρχισε να κατανοεί όλα αυτά που είχαν συμβεί: «Εγώ κατάλαβα πριν από καιρό ότι πραγματικά ευτυχισμένος μπορώ να είμαι μόνο με σένα, Ελίσκα.»
Μεγάλη πέτρα έπεσε από την καρδιά του μυλωνά (και της μάγισσας).

Εδώ τελειώνει η ιστορία μας αλλά ας συμπληρώσουμε ότι ο Βόντικ βρήκε αργότερα μια πανέμορφη νεράιδα, ο δούκας μια κακομαθημένη πλούσια πριγκίπισσα και ο διάβολος επίστρεψε στη γνωστή μας μάγισσα. Κ’ έτσι ήταν όλοι ευχαριστημένοι. Ο διαβολάκος και ο Βόντνικ έρχονται συχνά στο μύλο να μάθουν τα νέα, να τους κεράσει η Ελίσκα κάτι της, να παίξουν χαρτιά με το γέρο μυλωνά, να βοηθήσουν το Χόνζα να γυρίσει την μυλόπετρα. Ο Βόντνικ μαθαίνει τα παιδιά του Χόνζα και της Ελίσκας το κολύμβηση και ο Διαβολάκος τις διαβολιές. Δεν κρατούν κακία, δεν ζηλεύουν το Χόνζα. Η ζήλια είναι μόνο ανθρώπινο χουϊ. Για αυτό ο κακός ο δούκας την έχει  στημένη στο Χόντζα. Αλλά αυτό περιγράφει ένα άλλο παραμύθι…