Είμαστε μια παρέα φίλων από την Τσεχία που ζούμε σε μια μικρή πόλη στην Κρήτη. Ξεκινήσαμε να βρισκόμαστε μεταξύ μας για να έχουμε εμείς και τα παιδιά μας παρέα για τον ελεύθερο χρόνο. Οι συναντήσεις μας άρχισαν με τον καιρό να γίνονται πιο οργανωμένες συνειδητοποιώντας πως τα παιδιά μας μέσω των κοινών παιχνιδιών γίνονται πιο συνεργάσιμα μεταξύ τους αλλά και με μας. Λατρεύουν να παίζουμε όλοι μαζί, τους ενθουσιάζει όταν εμείς λαμβάνουμε μέρος σε παιχνίδια τα οποία δημιούργησαν μόνα τους και πως αποκτούν εμπιστοσύνη προς εμάς με εντελώς φυσιολογικό τρόπο. Χαίρονται όταν κάτι δημιουργούν ή καταφέρνουν κάτι καινούργιο. Καλυτέρευσε η συμπεριφορά τους καθώς επίσης και το λεξιλόγιο και οι γνώσεις τους. Καταλάβαμε πως το πιο απλό παιχνίδι μπορεί να λειτουργεί έναντι στην ξενοφοβία και μισανθρωπία. Επίσης συνειδητοποιήσαμε πόσο πλούσια είναι η καλλιτεχνική δημιουργία προσδιορισμένη για τα παιδιά στην Τσεχία και στη Σλοβακία, με ρίζες βαθιά στο 19ο αιώνα με την κορυφαία φάση των δεκαετιών 1970 – 1980 και πως είναι κρίμα να καταναλώνεται μόνο σε αυτές τις δύο χώρες. Και εμείς αποκτήσαμε μεγαλύτερη αυτοπεποίθηση στην επικοινωνία με τα ίδια μας τα παιδιά, γίναμε πιο δημιουργικές και πιο χαρούμενες. Θα θέλαμε να μοιραστούμε το υλικό που εντελώς αυθόρμητα συλλέξαμε.
Διαβάστε, κάντε μας κριτική, σχολιάστε και προσθέστε δικές σας ιδέες!
Κυριακή 19 Φεβρουαρίου 2017
Παρασκευή 17 Φεβρουαρίου 2012
Το βιβλίο μας...
![]() |
® Σοφία Πρόυσαλη |
Πέμπτη 3 Νοεμβρίου 2011
Η ιστορία επαναλαμβάνεται
![]() |
Μάχη στα δυτικά προάστια της Πράγας,, 8 Νοέμβρη 1620 |
![]() |
Άλμπρεχτ, δούκας από το Βαλστεϊν |
Πριν μερικά χρόνια ο Βίτεκ ήταν ένας λεβέντης. Και τώρα; Ένας σωρός απελπισίας με βλέμμα αλκοολικού, χωρίς σπίτι, χωρίς μέλλον, γεμάτος ψύλλους. Αλήθεια, δεν ήταν πάντα έτσι. Όταν γεννήθηκε το 1605 ήταν καλύτερα τα πράγματα. Τουλάχιστον φαινομενικά. Ο Βίτεκ από το Τύνετς, μεγαλύτερος γιος του Ελεύθερου Κυρίου Χύνεκ από το Τύνετς και το Κουνστάν. Η οικογένειά του είχε, μάλιστα, μια μακρινή συγγένεια με το μεγάλο βασιλιά Γιρζί από το Ποντιεμπράντυ και το Κουνστάτ. Είχαν ένα αξιοπρεπέστατο κτήμα σε μια παραμυθένια γωνιά της κεντρικής Βοημίας, εκεί, που ενώνεται ο Έλβας με το ποτάμι Όχρε ερχόμενο από δυτικά. Το καλοκαίρι οι ακτίνες του ηλίου μεταμορφώνονταν σε ώριμο κριθάρι και σιτάρι. Λίγο αργότερα, το Σεπτέμβρη, ύψωνε τα χέρια του προς τον ουρανό ο λυκίσκος. Αχ, πως πικρά μυρίζει αυτός. Μετά μαγείρευαν μπύρα και την πουλούσαν στις μπυραρίες σε όλη την περιοχή. Το φθινόπωρο μάζευαν στο περιβόλι τους μήλα, αχλάδια, δαμάσκηνα. Τα απολάμβαναν ξερά το χειμώνα όταν ζεσταίνονταν κοντά στο ξυλόφουρνο, ενώ έξω πανηγύριζαν η παγωνιά και το χιόνι. Ο πατέρας του, ο κύριος Χύνεκ - περήφανος, αυστηρός, αυταρχικός και απρόσωπος και η μητέρα του, η Ελίσκα του γένος Κράσοβα - σιωπηλή και τρυφερή και τα τέσσερα παιδιά - ο Βίτεκ, η Μαρκέτα, η Άννα και ο Γιαν, κάθονταν μαζί στο τραπέζι, μοίραζαν μεταξύ τους φρέσκο μαύρο ψωμί, τρώγανε σούπα με κρέας και ο πατέρας τους διηγούταν συναρπαστικές ιστορίες για τους ηρωικούς Χουσίτες. Δεν κρατούσε για πολύ η κατάσταση αυτή. Οι κύριοι και οι αφέντες ήθελαν πόλεμο για να ελέγχουν τον πλούτο, τις πόλεις, τα χωριά και τους ανθρώπους. Δεν τους έφταναν οι περιουσίες τους, ήδη τεράστιες. Οι φόροι ξεκίνησαν να είναι δυσβάσταχτοι. Ο πατέρας του Βίτεκ βοηθούσε τους Τσέχους αδελφούς προτεστάντες που φεύγανε στο εξωτερικό μετά από την εξέγερση το 1620. Έλεγε ότι οι καθολικοί δεν θέλανε την πίστη τους αλλά τις περιουσίες τους. Περίοδος φοβερών διωγμών. Τον πιάσανε, τον πατέρα του και τον βάλανε φυλακή στο κάστρο του αρχιστράτηγου Αλμπρέχτ φον Βάλστεϊν, στο Φρύντλαντ. Χάθηκαν τα ίχνη του. Πέθανε; Τον σκότωσαν; Δεν μάθανε ποτέ. Η μητέρα του Βίτεκ δεν κατάφερε να φροντίσει το κτήμα. Εκτός από τα παιδιά δεν είχε καμία βοήθεια. Πολλοί άνδρες φύγανε στο στρατό. Και πόσες φορές είχε περάσει λυσσασμένος στρατός ψάχνοντας να φάει; Ό, τι δεν έδωσαν σε φόρο, λήστεψαν οι καθολικοί ή προτεστάντες μισθοφόροι. Η Μαρκέτα πέθανε από τύφο, την Άννα, κορίτσι δώδεκα χρονών, βίασαν και μετά πέθανε στο τοκετό. Ο μικρός Γιαν έφυγε στο μοναστήρι καταλαβαίνοντας ότι μόνο δύσκολα θα κατάφερνε να βρει αρκετή δύναμη να παλεύει τούτο τον κόσμο. Έμειναν ο Βίτεκ και η μητέρα του παρέα με τη φρικτή ανέχεια. Τελικά βρήκανε μια λύση. Ο Βίτεκ παντρεύτηκε τη μοναδική κόρη του Ελεύθερου Πολίτη Καρέλ Μπέρκα, την Γιοχάνα Μπέρκοβα, από μια παμπάλαια πόλη πάνω στον Έλβα, από το Νύμπουρκ. Δεν πέρασε πολύς χρόνος και μέχρι πρόσφατα πετυχημένος παραγωγός της βύνης ο Μπέρκα χρεοκόπησε. Τα σαξονικά στρατεύματα κάψανε το σπίτι του και το παρασκευαστήριο της βύνης. Οικονομικά δεν συνήλθε ποτέ. Ο Βίτεκ με την Γιοχάνα μοίρασαν την πείνα και την ανέχεια τους και ένωσαν τα θρύψαλα των πατρικών περιουσιών. Έκαναν τρία παιδιά. Πόσο χρονών είναι αυτά τώρα; Ο Βίτεκ προσπαθεί να μετράει στα παγωμένα του δάχτυλα. Μα ζουν ακόμα; Του Βίτεκ πόνεσε η καρδιά. Πάνω από δέκα χρόνια, ούτε τους έχει δει, ούτε έχει ακούσει για αυτούς, μήτε για τη μητέρα του. Μόνο έφτασε στα αφτιά του ότι το 1642 οι Σουηδοί κάψανε ολοσχερώς την πόλη Νύμπουρκ, όπου μετακόμισε η οικογένεια του για να κρυφτεί στα τείχη της θρυλικής πόλης. Λένε ότι δεν έμεινε άνθρωπος ζωντανός… Λόγω προδοσίας, λένε, κατάφεραν τα εχθρικά στρατεύματα να εισβάλουν στην οχυρωμένη πόλη. Οι κάτοικοι της πόλης κρύφτηκαν στον καθεδρικό ναό του αγίου Νικολάου. Μέσα στην εκκλησία τους μακέλεψαν. Θεέ! Δε βλέπεις τι γίνεται στο όνομά σου; Μακάρι να μην ήταν αλήθεια αυτά που ζούμε; Μα ζούμε καθόλου;
![]() |
"Χωρικοί μετά τη μάχη στο Λευκό Βουνό, 1620" Π. Μαιξνερ, πριν 1860 |
![]() |
Θηριωδίες του πολέμου. Χειρόγραφο του 17ου αιώνα. |
Λαέ, ήρθε η ευτυχισμένη στιγμή σου... Ειδού τις δοξασμένες προοπτικές.... ταλαιπωρημένος, χρεωμένος, δουλοπάροικος, μισθοφόρος που ξέχασε τι θα πει να ονειρεύεται...
Τετάρτη 7 Σεπτεμβρίου 2011
Η πεταλούδα που ήθελε να γίνει ψάρι …

Η ζωή κυλούσε ήρεμα στο μικρό πάρκο. Η μικρή πεταλούδα ήταν ευτυχισμένη – ή έτσι νόμιζε … Ήταν πάντα καλή και πρόθυμη στο σπίτι, επιμελής στο σχολείο … όμως κάτι της έλειπε …
Ούτε και η ίδια δεν μπορούσε να καταλάβει τι ήταν αυτό που έψαχνε … ΄Ωσπου μια μέρα πετώντας βγήκε από το μικρό πάρκο. Ήταν τόσο απορροφημένη στις σκέψεις της, που όταν το συνειδητοποίησε είχε ήδη απομακρυνθεί αρκετά … Πανικοβλήθηκε!!! Σκέφτηκε να κάνει μεταβολή και να γυρίσει αμέσως πίσω στη φωλιά της. Τέτοια ώρα η αγαπημένη της γιαγιά θα της είχε φτιάξει μια φέτα βούτυρο με μέλι και θα την περίμενε δίπλα στο παράθυρο για να της πει μια ιστορία…
Όμως, μια φρέσκια και δροσερή μυρωδιά κι ένας απαλός ήχος τράβηξαν την προσοχή της. Το πάρκο είχε τόσα λουλούδια! Αυτή τη μυρωδιά, όμως… Όμοιά της δε θυμόταν να είχε συναντήσει πουθενά στο πάρκο … κι αυτός ο ήχος … της θύμιζε τον ήχο που έκαναν τα νερά της λίμνης του πάρκου όταν φυσούσε …
Και ξαφνικά, η μικρή μας πεταλούδα, που δεν είχε βγει ποτέ από το μικρό πάρκο, βρέθηκε μπροστά στην απέραντη θάλασσα! Φόβος και ενθουσιασμός μαζί τη συνεπήραν! Χωρίς να ξέρει τι ήταν ακριβώς αυτό που έβλεπε μπροστά της, ένιωθε μια ακατανίκητη έλξη να βουτήξει μέσα του! Να κλείσει τα μάτια της και να χάνεται, να χάνεται, να χάνεται κάτω από το νερό…
Εκείνη τη στιγμή, ένα κοπάδι λαμπερά κόκκινα ψάρια φάνηκε να κολυμπάει κάτω από την επιφάνεια του νερού.
«Ε, σεις!», φώναξε η πεταλούδα, που πάντα έψαχνε για καινούριους φίλους και δε φοβόταν τους αγνώστους, παρά τις προειδοποιήσεις της μαμάς της, «Πάρτε με μαζί σας!»
Τα ψάρια την κοίταξαν με απορία. «Μα, είσαι πεταλούδα! Αν βουτήξεις, τα φτερά σου θα βραχούν, θα βουλιάξεις, θα πνιγείς!»
Για πρώτη φορά η πεταλούδα ένιωσε τόσο βαριά τα μέχρι πριν λίγο ανάλαφρα φτερά της. Δεν είπε τίποτα… Έμεινε ώρα πολλή να χαζεύει τη θάλασσα …. κι όταν πια νύχτωσε, πήρε με βαριά καρδιά το δρόμο για το πάρκο…
Από τότε, κάθε μέρα, με το που ξημέρωνε, έφευγε από το μικρό παρκάκι της και πήγαινε στη θάλασσα. Μύριζε το άρωμά της, άκουγε τους ήχους της, χάζευε τα κοπάδια ψαριών που περνούσαν κάπου-κάπου. Πόσο τα ζήλευε! Κι όταν ο ήλιος έδυε, επέστρεφε στη φωλιά της και ονειρευόταν ότι βουτούσε στα βαθιά νερά της θάλασσας … ότι τα φτερά της δε βάραιναν, αλλά μεταμορφώνονταν σε πτερύγια και ουρά και κολυμπούσε, κολυμπούσε αδιάκοπα, ακολουθώντας τη χρυσή γραμμή του ηλιοβασιλέματος που σχηματιζόταν πάνω στη θάλασσα …
το «παραμύθι» Η πεταλούδα που ήθελε να γίνει ψάρι
γράφτηκε από την Ανθή Ρουμπελάκη
στα πλαίσια του βιωματικού σεμιναρίου Το παραμύθι ως εργαλείο εμβάθυνσης και κατανόησης της παιδικής συμπεριφοράς, που διοργανώθηκε από το τμήμα Παροχής Κοινωνικών Υπηρεσιών της Διεύθυνσης Δημόσιας Υγείας και Κοινωνικής Πρόνοιας της Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης Λασιθίου το Μάρτιο του 2011
Δευτέρα 29 Αυγούστου 2011
Το ταξίδι της ζωής της ΑΝΔΡΕΑΣ

