Είμαστε μια παρέα φίλων από την Τσεχία που ζούμε σε μια μικρή πόλη στην Κρήτη. Ξεκινήσαμε να βρισκόμαστε μεταξύ μας για να έχουμε εμείς και τα παιδιά μας παρέα για τον ελεύθερο χρόνο. Οι συναντήσεις μας άρχισαν με τον καιρό να γίνονται πιο οργανωμένες συνειδητοποιώντας πως τα παιδιά μας μέσω των κοινών παιχνιδιών γίνονται πιο συνεργάσιμα μεταξύ τους αλλά και με μας. Λατρεύουν να παίζουμε όλοι μαζί, τους ενθουσιάζει όταν εμείς λαμβάνουμε μέρος σε παιχνίδια τα οποία δημιούργησαν μόνα τους και πως αποκτούν εμπιστοσύνη προς εμάς με εντελώς φυσιολογικό τρόπο. Χαίρονται όταν κάτι δημιουργούν ή καταφέρνουν κάτι καινούργιο. Καλυτέρευσε η συμπεριφορά τους καθώς επίσης και το λεξιλόγιο και οι γνώσεις τους. Καταλάβαμε πως το πιο απλό παιχνίδι μπορεί να λειτουργεί έναντι στην ξενοφοβία και μισανθρωπία. Επίσης συνειδητοποιήσαμε πόσο πλούσια είναι η καλλιτεχνική δημιουργία προσδιορισμένη για τα παιδιά στην Τσεχία και στη Σλοβακία, με ρίζες βαθιά στο 19ο αιώνα με την κορυφαία φάση των δεκαετιών 1970 – 1980 και πως είναι κρίμα να καταναλώνεται μόνο σε αυτές τις δύο χώρες. Και εμείς αποκτήσαμε μεγαλύτερη αυτοπεποίθηση στην επικοινωνία με τα ίδια μας τα παιδιά, γίναμε πιο δημιουργικές και πιο χαρούμενες. Θα θέλαμε να μοιραστούμε το υλικό που εντελώς αυθόρμητα συλλέξαμε.

Διαβάστε, κάντε μας κριτική, σχολιάστε και προσθέστε δικές σας ιδέες!


Δευτέρα 29 Αυγούστου 2011

Το ταξίδι της ζωής της ΑΝΔΡΕΑΣ


Το χειμώνα παρακολουθούσα  σεμινάριο Ψυχολογία και σχέσεις στην οικογένεια. Στο τέλος μας ζητήθηκε να γράψουμε ένα δικό μας παραμύθι πάνω στο θέμα Οι παιδική μας ηλικία και το πως επηρέαζε τη ζωή μας. Στην αρχή μας φάνηκε πολύ δύσκολο, όμως όλοι καταφέραμε, τελικά κ’ εγώ. Το αποτέλεσμα ήταν πολύ ενδιαφέρον. Όχι μόνο συνειδητοποιήσαμε πολλά πράγματα για μας τους ίδιους, αλλά ταυτόχρονα το διασκεδάσαμε. Εδώ είναι το παραμύθι μου…»


Μια φορά κ’ ένα καιρό σε μία μακρινή χώρα, εκεί που η γη είναι καταπράσινη από την πυκνή  βλάστηση, με πευκοδάση, με έλατα που ακουμπάνε τα σύννεφα, με ποτάμια και λίμνες γεμάτες χιλίων λογιών ψάρια, ακριβώς εκεί μέσα σ’ ένα δάσος ζούσε κάποτε μια οικογένεια αλεπούδων. Μαμά, μπαμπάς και τρία μικρά αλεπουδάκια: χαριτωμένα και ζωηρά ταυτόχρονα όπως όλα τα άλλα παιδάκια. Όλοι κατέχανε τον ρόλο τους, τη θέση τους στην οικογένεια. Ο μπαμπάς φρόντιζε να μην τους λείψει ποτέ τίποτα, η μαμά τους πρόσεχε, τους φρόντιζε, γιάτρευε τις πληγές και γενικά προσπαθούσε οι ατμόσφαιρα στη φωλιά τους να είναι πάντα ευχάριστη, να νιώθουν όλοι πάντα όμορφα. Τα παιδιά πήγαιναν στο σχολείο του δάσους να μάθουν όλα τα απαραίτητα για την επιβίωση τους. Το μεγαλύτερο παιδάκι-αλεπουδάκι έπρεπε να προσέχει τα μικρά του αδελφάκια, να είναι φρόνιμο και υπάκουο ώστε να μην κουράζει τους γονείς του, οι οποίοι επιστρεφόταν στη φωλιά τους αργά και κουρασμένοι από τις δουλειές τους. Ζήλευε που τα μικρά τρέχανε ανέμελα, που ήταν τόσο χαρούμενα και χωρίς ευθύνες. Παρόλα αυτά αγαπιόντουσαν όλοι πάρα πολύ, βοηθούσαν ο ένας στον άλλο όχι μόνο με τις δουλειές, αλλά και με διάφορα προβλήματα. Ήταν πολύ δεμένοι μεταξύ τους.
Όπως συμβαίνει στην κάθε οικογένεια, κάποια στιγμή έπρεπε να χωριστούν. Τα μικρά αλεπουδάκια μεγάλωσαν κ’ έπρεπε να φύγουν από τη ζεστή τους φωλιά, να ανεξαρτητοποιηθούν, να σταθούν στα πόδια τους, να βρουν σύντροφο, να φτιάξουν τη δική τους φωλιά και να δημιουργήσουν τη δική τους οικογένεια.
Αποχωρισμός ήταν πολύ δύσκολος, τα συναισθήματα ανάμικτα, από τη μία υπήρχε δίψα για καινούργιες εμπειρίες, πρόκληση του άγνωστου, από την άλλη φόβος που προκαλούσε ιδέα της μοναξιάς. Ο καθένας διάλεξε διαφορετικό δρόμο  έχοντας διαφορετικές προσδοκίες.

Εμείς θα ταξιδέψουμε με το μεγαλύτερο αλεπουδάκι, που πήγε νότια. Πέρασε πολλά δάση και λιβάδια, αμέτρητα ποτάμια, ταξίδευε πολύ καιρό, απέκτησε καινούργιους φίλους, έμαθε να ξεχωρίζει τους καλούς από τους κακούς, να αναγνωρίζει τα λάθη του, να τα διορθώνει, να καταλάβει και να κατανοεί τους άλλους και να βοηθάει αυτούς που το έχουν ανάγκη. Με όλα αυτά ούτε που κατάλαβε πως μεγάλωσε, έγινε μία αλεπού δυνατή και θαρραλέα, όμως πολύ μοναχική. Κάποια στιγμή έφτασε σ’ ένα μακρινό τόπο, φωτεινό και ζεστό, πολύ διαφορετικό από το δάσος της και κατάλαβε ότι το ταξίδι της έλαβε τέλος. Η αίσθηση αυτή αποδείχτηκε αληθινή όταν γνώρισε ένα όμορφο και δυνατό αρσενικό με το όποιο ένοιωθε  ασφάλεια και συντροφιά. Τότε έφτασε η ώρα να φτιάξουν τη δική τους φωλιά. Προσπαθούσε να είναι και αυτή τόσο ζεστή όσο κ’ εκείνη στην όποια μεγάλωσε η ίδια. Μέσα σε λίγο καιρό η φωλιά γέμισε με χαρούμενες φωνούλες και δύο πανέμορφα αλεπουδάκια έτρεχαν από εδώ και από εκεί. Η ευτυχία των γονέων ήταν απερίγραπτη. Η μαμά αλεπού πρόσεχε τα μικρά τους και μαζί με τον μπαμπά προσπαθούσαν να τους μάθουν όλα όσα ήξεραν, να τους στηρίζουν στις προσπάθειες και στις αποφάσεις τους και να περνούν όλοι μαζί ευχάριστα. Μόνο που και που εμφανιζόταν ένα σύννεφο στο μυαλό της μαμάς που της θύμιζε ότι κάποια στιγμή τα παιδιά θα μεγαλώσουν και  αναγκαστικά θα φύγουν να κάνουν τη ζωή τους.

Κείμενο: Άνδρεα Λάϊνοβα-Κακογιαννάκη 
(με εικόνες της Βέρας Κλώντζα-Γιάκλοβα)   

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου