Είμαστε μια παρέα φίλων από την Τσεχία που ζούμε σε μια μικρή πόλη στην Κρήτη. Ξεκινήσαμε να βρισκόμαστε μεταξύ μας για να έχουμε εμείς και τα παιδιά μας παρέα για τον ελεύθερο χρόνο. Οι συναντήσεις μας άρχισαν με τον καιρό να γίνονται πιο οργανωμένες συνειδητοποιώντας πως τα παιδιά μας μέσω των κοινών παιχνιδιών γίνονται πιο συνεργάσιμα μεταξύ τους αλλά και με μας. Λατρεύουν να παίζουμε όλοι μαζί, τους ενθουσιάζει όταν εμείς λαμβάνουμε μέρος σε παιχνίδια τα οποία δημιούργησαν μόνα τους και πως αποκτούν εμπιστοσύνη προς εμάς με εντελώς φυσιολογικό τρόπο. Χαίρονται όταν κάτι δημιουργούν ή καταφέρνουν κάτι καινούργιο. Καλυτέρευσε η συμπεριφορά τους καθώς επίσης και το λεξιλόγιο και οι γνώσεις τους. Καταλάβαμε πως το πιο απλό παιχνίδι μπορεί να λειτουργεί έναντι στην ξενοφοβία και μισανθρωπία. Επίσης συνειδητοποιήσαμε πόσο πλούσια είναι η καλλιτεχνική δημιουργία προσδιορισμένη για τα παιδιά στην Τσεχία και στη Σλοβακία, με ρίζες βαθιά στο 19ο αιώνα με την κορυφαία φάση των δεκαετιών 1970 – 1980 και πως είναι κρίμα να καταναλώνεται μόνο σε αυτές τις δύο χώρες. Και εμείς αποκτήσαμε μεγαλύτερη αυτοπεποίθηση στην επικοινωνία με τα ίδια μας τα παιδιά, γίναμε πιο δημιουργικές και πιο χαρούμενες. Θα θέλαμε να μοιραστούμε το υλικό που εντελώς αυθόρμητα συλλέξαμε.

Διαβάστε, κάντε μας κριτική, σχολιάστε και προσθέστε δικές σας ιδέες!


Παρασκευή 17 Φεβρουαρίου 2012

Το βιβλίο μας...

...αρχίζει να παίρνει συγκεκριμένη μορφή. Σοφία Προύσαλη, ζωγράφος, μουσικός, μητέρα δύο παιδιών, κόρη Ελλήνων πολιτικών προσφύγων στην Τσεχία η οποία ανάλαβε την εικονογράφηση, έστειλε τα πρώτα σχέδιά της για το βιβλίο μας "Ταξίδι στη χώρα των παραμυθιών". 
Μαζί μ' ένα δείγμα της μαγικής και μαγευτικής δουλειάς της απολαύστε κι  ένα από τα παραμύθια που θα βρείτε στο βιβλίο.


Ο Νους και η Τύχη

® Σοφία Πρόυσαλη
Τα ποτάμια γεννιούνται ψηλά στα βουνά. Πρώτα από τη γη βγαίνει δειλά δειλά ένα ρεματάκι λεπτό, ατίθασο και τρυφερό σαν μαλάκια ενός μωρού. Μετά κατρακυλάει από τις πλαγιές σκοντάφτοντας πάνω στις πέτρες για να φτάσει όσο το γρηγορότερο στην κοιλάδα να συναντηθεί με άλλα παρόμοια ρυάκια. Ύστερα συνεχίζουν παρέα προς τις μεγάλες κοιλάδες, όπου δημιουργούν ένα μεγάλο ποτάμι το οποίο σιγά αλλά σταθερά κατευθύνεται στη θάλασσα. Τα μεγάλα ποτάμια είναι φαρδιά και βαθιά, τα μικρά γρήγορα και ορμητικά. Είναι δύσκολο να περάσεις από μια όχθη στην απέναντι. Για αυτό το λόγο οι άνθρωποι επινόησαν τις γέφυρες.
Μια φορά σε μια παλιά γέφυρα συναντηθήκανε ο Νους με την Τύχη. Η γέφυρα ήταν στενή και ένας έπρεπε να δώσει προτεραιότητα στον άλλο. Και ακριβώς εκεί ξεκίνησε το μπέρδεμα
Η Τύχη είπε: «Κάνε άκρη, Νου, να περάσω.»
- «Γιατί να κάνω άκρη; Εγώ θα περάσω πρώτος. Τρέχω να προλάβω να μη χάσουν άνθρωποι τα μυαλά τους. Δεν μπορώ να περιμένω.»
- «Τα μυαλά σου έχουν ανάγκη. Εμένα μ’ έχουν ανάγκη πιο πολύ από σένα. Άφησε με να περάσω πρώτη, σου λέω.»
Τσακωνόντουσαν για πολύ ώρα μέχρι που ο Νους πρότεινε: «Κοίτα Τύχη, θα κάνουμε μια δοκιμή και όποιος θα φανεί πιο σημαντικός για τους ανθρώπους, θα έχει προτεραιότητα για πάντα.»
-     «Αν θέλεις να χάσεις, έλα να παίξουμε.»
-     «Βλέπεις εκείνο το νεαρό που οργώνει το χωράφι του; Θα μπω μέσα του και θα δεις πως θα προκόψει στο άψε-σβήσε.»
Και πριν η Τύχη πρόλαβει να φέρει αντίρρηση, μπήκε ο Νους μέσα στον Βάτσλαφ, το μικρότερο γιο ενός φτωχού αγρότη. Ο Βάτσλαφ, χωρίς να ξέρει πως άθελα και τυχαία έγινε μέρος ενός ριψοκίνδυνου στοιχήματος, σταμάτησε τη βαριά δουλειά και άρχισε να σκέφτεται: «Γιατί ταλαιπωρούμαι για το τίποτα; Εδώ που είμαι, δεν έχω καμία ελπίδα για καλύτερη ζωή. Θα φύγω να μάθω άλλη δουλειά.» Πήγε σπίτι χωρίς να τελειώσει το χωράφι. Την ιδέα του την ανακοίνωσε στον πατέρα του και στα αδέλφια του.  «Έχεις τρελαθεί;» ρώταγε ο πατέρας του θυμωμένος. «Γενιές ολόκληρες καλλιεργούμε τη γη, γενιές αμέτρητες ζούμε από ‘κείνη. Τη ξέρουμε τη δουλειά, δεν χρειάζεται να μαθαίνουμε τίποτα καινούργιο.»
- «Πατέρα, δεν ζούμε. Επιβιώνουμε. Η γη δίνει ίσα ίσα να φάμε εμείς. Μια χρονιά κακοκαιρίας και χρειάζονται 10 χρόνια να συνέλθουμε. Θα φύγω και θα παραχωρήσω το μερίδιό μου στα αδέλφια μου.»
Ο πατέρας του κατάλαβε πως δεν μπορεί να αλλάξει την απόφαση του Βάτσλαφ: «Να πας στο καλό, γιέ μου! …και το νου σου!»
            Ο νεαρός χωρίς δεύτερη σκέψη πήγε στην πρωτεύουσα. Βρήκε δουλειά σ’ ένα μάστορα χρυσοχόο κ’ έκατσε να μάθει την τέχνη. Ήταν πολύ καλός μαθητής, επιμελής, εργατικός, υπεύθυνος, έξυπνος και ταυτόχρονα επιδέξιος, γρήγορος, με όρεξη για μάθηση. Δεν πέρασε πολύς καιρός και ο Βάτσλαφ έγινε καλύτερος από το δάσκαλό του ο οποίος όταν γέρασε παραχώρησε τη θέση του, του χρυσοχόου της βασιλικής αυλής, στον Βάτσλαφ.
            Ο Βάτσλαφ τακτικά επισκεπτόταν το παλάτι για να φτιάξει τις παραγγελίες του βασιλιά και των άλλων αυλικών. Πάντα με μεγάλη περιέργεια παρατηρούσε την νεαρή πριγκίπισσα  η οποία ήταν από 12 χρονών μουγκή. Ο βασιλιάς υποσχέθηκε πως θα δώσει την πριγκίπισσα σε όποιον θα καταφέρει να την κάνει να μιλήσει. Πόσοι πρίγκιπες, δούκες, πατρίκιοι, χωρικοί, δικαστές, δάσκαλοι, ταχυδακτυλουργοί, ιατροί  ή  διάφοροι τυχοδιώκτες και τσαρλατάνοι πέρασαν, δεν μπορούσε να βοηθήσει πια κανείς. Κανείς δεν κατάφερε να κάνει την πριγκίπισσα να μιλήσει. Ο Βάτσλαφ αποφάσισε να δοκιμάσει να βρει που είναι το πρόβλημα. Πρώτα, όμως, επισκέφτηκε το παλιό του μάστορα μήπως  ήξερε κάτι χρήσιμο για την περίπτωση. «Καλώς τον ναι, έλα μέσα,» χάρηκε γέρος άνθρωπος μόλις είδε τον Βάτσλαφ στο κατώφλι του σπιτιού του. Ο Βάτσλαφ του είπε όλα τα νέα του και του εμπιστεύτηκε πως ο σκοπός του είναι να κάνει την πριγκίπισσα να μιλήσει. «Όταν γεννήθηκε η πριγκίπισσα ο γειτονικός βασιλιάς που ήταν γέρος υπό την απειλή πολέμου απέσπασε υπόσχεση του πατέρα της πως θα την πάρει για γυναίκα του, μόλις εκείνη θα γίνει 12 χρονών,» αφηγείται ο γέρος χρυσοχόος και συνέχισε: Το κορίτσι μεγαλώνοντας δεν ήθελε καν να ακούσει για το προσδιορισμένο γάμο και την παραμονή του γάμου έχασε τη μιλιά της. Πολλοί λένε πως έχασε και τα λογικά της. Αποφεύγει τους ανθρώπους. Επικοινωνεί μόνο με ένα μικρό σκυλάκι. Ο γείτονας βασιλιάς πέθανε αλλά η πριγκίπισσα δεν ξαναμίλησε.»
            Ο Βάτσλαφ πήγε στο παλάτι αμέσως την επόμενη μέρα. Όλοι περίμεναν τι θα κάνει ο έξυπνος χρυσοχόος για να αναγκάσει την πριγκίπισσα να μιλήσει. Ο Βάτσλαφ την χαιρέτησε και της είπε: «Πριγκίπισσα, Άκουσα πως έχετε ένα πολύ χαριτωμένο και έξυπνο σκυλάκι. Πριν  ξεκινήσω με τη θεραπεία σας, θα ήθελα να ζητήσω την άδεια σας να του εμπιστευτώ ένα δικό μου πολύ σοβαρό πρόβλημα και να το ρωτήσω τι θα με συμβούλευε.» Η πριγκίπισσα ήταν εντελώς αδιάφορη. Είχε βαρεθεί όλες τις θεραπείες και όλους τους έξυπνους.  Ο Βάτσλαφ έκατσε στο πάτωμα, πήρε αγκαλιά το σκυλάκι της, το χάιδευε στη ράχη διηγώντας του μια ιστορία. Μιλούσε σιγανά να μην ακούει καλά η πριγκίπισσα ώστε να ξυπνήσει την περιέργειά της με αυτό τον τρόπο: «Άκου σκυλάκι, τι μου έχει συμβεί και τώρα δεν ξέρω τι να κάνω. Μια μέρα αναγκάστηκα να κοιμηθώ στο δάσος. Ευτυχώς συνάντησα στο δρόμο δυο άλλους ταξιδιώτες και συνεχίσαμε μαζί. Στη μέση του δάσους ανάψαμε φωτιά και τακτοποιηθήκαμε για ύπνο. Φοβόμασταν σε άγνωστο σκοτεινό μέρος κ’ έτσι αποφασίσαμε πως πάντα ένας από μας θα έχει βάρδια, θα προσέχει τη φωτιά και θα ξυπνήσει τους άλλους αν θα συμβεί κάτι επικίνδυνο ή περίεργο.» Η πριγκίπισσα έκατσε δίπλα στο Βάτσλαφ ο οποίος συνέχισε σαν να μην υπήρχε: «Πρώτος είχε βάρδια ο ξυλοκόπος, για να μην τον πάρει ο ύπνος και για να περάσει η ώρα, πήρε ένα κούτσουρο και σκάλισε μια όμορφη κοπέλα. Μετά ξύπνησε τον ράπτη. Ο ράπτης μόλις είδε το άγαλμα, έπιασε  βελόνες και ψαλίδια και της έφτιαξε πανέμορφα ρούχα. Μετά ξύπνησε εμένα. Εγώ πρώτα ήθελα να φτιάξω κοσμήματα αλλά μετά αποφάσισα αλλιώς κ’ εκεί είναι το πρόβλημα. Μέχρι το πρωί την έμαθα να μιλάει. Όταν ξύπνησαν οι φίλοι μου έμειναν έκπληκτοι. Όλοι θέλανε την κοπέλα για δική τους.
- «Δική μου είναι. Εγώ είχα την ιδέα, εγώ τη σκάλισα, εγώ την έφτιαξα,» είπε ο ξυλοκόπος.
- «Τι λες; Εγώ έφτιαξα τα ρούχα της για να μπορέσει να βγει στον κόσμο. Χωρίς τα ρούχα μου θα έπρεπε να μείνει κρυμμένη στο δάσος,» υπεράσπιζε ο ράπτης το δίκιο του.
- «Εγώ την έμαθα να μιλάει,» είπα εγώ αλλά δεν μου έδινε κανείς σημασία. Στο τέλος τσακωθήκαμε. Για να μην πιαστούμε στα χέρια, αποφασίσαμε να σε βρούμε, σκυλάκι, να μας πεις, ποιανού ανήκει η κοπέλα.»
- «Εσένα, φυσικά,» πετάχτηκε η πριγκίπισσα. «Εσύ την έδωσες ζωή. Η γλώσσα είναι ζωή. Όταν μπορείς να πεις τι θέλεις, τι νοιώθεις, τι επιθυμείς, τότε είσαι πράγματι ζωντανός.»
Όλοι χάρηκαν πως η πριγκίπισσα μίλησε. Ο βασιλιάς έκλαιγε συγκινημένος. Ήταν έτοιμος να ανακοινώσει την αμοιβή του Βάτσλαφ. Αλλά ο γραμματέας του, ένας ραδιούργος, ένας κακός άνθρωπος που ήθελε την πριγκίπισσα για τον εαυτό του, ψιθύρισε στο βασιλιά: «Βασιλιά, αυτός δεν μπορεί να παντρευτεί την πριγκίπισσα. Δεν είναι αριστοκράτης. Δώσε του λεφτά.» Η λύση αυτή άρεσε στο βασιλιά Αλλά ο Βάτσλαφ είχε άλλη άποψη: «Βασιλιά μου, συγχώρεσε με, αλλά δεν το είπες από πριν πως οι αριστοκράτες παίρνουν πριγκίπισσα και ο λαός λεφτά. Ο λόγος του βασιλιά είναι νόμος. Πρέπει να κάνεις ότι είπες.»
- «Πως τολμάς να λες στο βασιλιά σου τι πρέπει να κάνει;» άρχισε να φωνάζει ο γραμματέας χωρίς να αφήσει καν το βασιλιά να επέμβει. «Προσπαθείς να δείξεις πως είσαι άνω του βασιλιά; Τέτοια θρασύτητα πρέπει να τιμωρηθεί! Ο βασιλιάς είναι ενθρονισμένος από τον ίδιο τον Παντοδύναμο Θεό. Αρά εσύ βάζεις τον εαυτό σου πάνω από το Θεό;» Όταν οι επίσκοποι άκουσαν τέτοια λόγια, ξύπνησαν από το μόνιμο λήθαργό τους και χωρίς να ξέρουν τι γίνεται άρχισαν κ’ κείνοι να καλούν τους άγιους πάντες για βοήθεια. Ο γραμματέας εκμεταλλεύτηκε την κατάσταση που ο ίδιος δημιούργησε, κάλεσε τους φρουρούς και διέταξε άμεση εκτέλεση του Βάτσλαφ.
            Οι άμυαλοι φρουροί τον πήγαν στην πλατεία. Εκεί ο επίσκοπος ανακοίνωσε πως ο Βάτσλαφ θα εκτελεστεί για προσβολή του βασιλιά και βλασφημία. Ο Βάτσλαφ γονάτισε. Ο δήμιος του έκοψε τα μαλλιά και σήκωσε το τεράστιο και μεγάλο σπαθί που ονομάζεται η γλώσσα της αγελάδας. Εκείνη τη στιγμή έφτασε η Τύχη φωνάζοντας: «Νου, κοίτα που έφτασες τον άνθρωπο! Βγες έξω! Είναι σειρά μου! Γρήγορα!» και μπήκε μέσα στον Βάτσλαφ. Την ίδια στιγμή το σπαθί ξεγλίστρησε από τα χέρια του δήμιου, έπεσε στο καλντερίμι της πλατείας κ’ έσπασε σε τέσσερα κομμάτια. Ο Βάτσλαφ μόλις συνειδητοποίησε τι έγινε, τα έβαλε στα πόδια. Κλειδώθηκε σο σπίτι. Προσπαθούσε να ηρεμήσει να δει τι θα κάνει αλλά δεν μπορούσε να σκεφτεί τίποτα.
Εν τω μεταξύ στο παλάτι ξέσπασε φασαρία. Η πριγκίπισσα είπε στον πατέρα της: «Ο Βάτσλαφ είχε δίκιο. Ο λόγος του βασιλιά είναι νόμος. Ο λόγος του κάθε ανθρώπου είναι νόμος. Είναι σωστό άλλα να λέμε και άλλα να κάνουμε; Θα υπήρχε η τάξη στη χώρα; Στον κόσμο; Στις ζωές μας; Γιατί δεν πήρες πίσω το λόγο σου όταν δεν ήθελα να παντρευτώ τον γέρο άνθρωπο, όταν ήμουν παιδί ακόμα; Γιατί τότε μέτραγε ο λόγος σου και τώρα όχι;»
- «Πριγκίπισσα, ο αλήτης προσέβαλε το βασιλιά μας, τον πατέρα σας,» προσπαθούσε να περάσει τα δικά του ο γραμματέας.
- «Εσύ μη μιλάς καθόλου. Εσύ φταις για όλα! Πατέρα, αν δεν  παντρευτώ τον Βάτσλαφ, δεν θα ξαναμιλήσω ποτέ. Ποτέ! Ακούς;»
- «Βασιλιά, εγώ δεν θα είχα πρόβλημα να παντρευτώ την πριγκίπισσα και ας ήταν μουγκή» πάλι είχε τη λύση ο γραμματέας.
- «Ε, τότε θα κόψω τις φλέβες μου!» είπε η πριγκίπισσα. «Κ’ εγώ, ότι λέω, το κάνω. Δεν είμαι βασιλιάς. …και ο Βάτσλαφ μου αρέσει.» Ο βασιλιάς ταράχτηκε: «Μέχρι εδώ! Κόρη μου, έχεις δίκιο, απόλυτο δίκιο. Το είχε και ο Βάτσλαφ. Φέρτε τον να του ζητήσουμε συγνώμη. Κορίτσι μου,  εσύ έχεις την ευχή μου!»
Εν τω μεταξύ  ο Βάτσλαφ καθόταν στο σπίτι. Δεν ήξερε τι να κάνει, όταν κάποιος χτύπησε την πόρτα. Έτρεμε, αλλά άνοιξε. Ο φρουρός. Τώρα ήρθε το τέλος, σκέφτηκε αλλά τι έκπληξη; Ο φρουρός δεν τον άρπαξε. Αντίθετα χαμογελούσε κ’ έκανε μπροστά στον Βάτσλαφ βαθιά υπόκλιση.
…έπειτα ο Βάτσλαφ παντρεύτηκε την πριγκίπισσα.
Και ο Νους; Ντροπιασμένος και ταπεινωμένος από τότε δεν θέλει να συναντήσει την Τύχη ούτε κατά λάθος. Για αυτό εκεί που βρίσκεται η Τύχη, ο Νους είναι απών.









Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου