Δυστυχώς, η κατάσταση στο σύγχρονο κόσμο επιβάλει να συζητάμε με τα παιδιά και πολύ σοβαρά και πολύ θλιβερά γεγονότα: πόλεμοι, πείνα, φτώχεια, αδικία, κοινωνικοί αποκλεισμοί και ρατσισμός ανελέητα άμεσα ή έμμεσα συμπληρώνουν την καθημερινότητα δική μας και των παιδιών μας. Η συνείδησή μας και τα παιδιά μας (που πολλές φορές συμπίπτουν)απαιτούν να παίρνουμε ξεκάθαρες θέσεις εν όψι αυτών των γεγονότων. Δύσκολο για μας μεγάλους, αυτονόητο για τα παιδιά.
Σήμερα δημοσιεύουμε ένα σχετικό διήγημα, ένα "πραγματικό παραμύθι" χωρίς παραπέρα σχόλια:
Anno Domini 1648...
Μια κρύα μέρα του όψιμου καλοκαιριού...
|
Μάχη στα δυτικά προάστια της Πράγας,, 8 Νοέμβρη 1620 |
Στην πρώτη σειρά του πεζικού των αυτοκρατορικών στρατευμάτων o «Ελεύθερος Κύριος» Βίτεκ από το Τύνετς... Το προφέρεις ... και γελάς. Ο ιπποτικός τίτλος τον οποίο κληρονόμησε από τον πατέρα του, ήταν τόσο ασήμαντος αυτή τη στιγμή όπως και το γεγονός ότι ο Βίτεκ είναι ένα ξεχωριστό ανθρώπινο ον. Για χιλιοστή ίσως φορά στέκεται ανώνυμος σε μια ατελείωτη σειρά του μισθοφορικού στρατού στις πλαγιές ενός λοφίσκου πάνω στη στροφή του ποταμιού Μολδάβα. ...κάπου στη νότια Τσεχία... Ο Βίτεκ κρατάει στο δεξί του χέρι ένα βαρύ σπαθί και στο αριστερό μια ασπίδα. Στο κεφάλι έχει χιλιοχτυπημένο κράνος από λαμαρίνα. Δεν έχει παπούτσια. Τα πόδια του τα έχει τυλίξει σε κουρέλια. Παρόλο που είναι Σεπτέμβριος κάνει πολύ κρύο, ψιχαλίζει και φυσάει αέρας. Σφυρίζει αδιάφορα ανάμεσα στους εξαθλιωμένους άνδρες. Όλοι κοιτάζουν κάπου προς το άγνωστο μέλλον και τρέμουν από το κρύο, την κούραση και το φόβο. Στους πρόποδες του απέναντι βουνού παρατηρούν τις σειρές των στρατευμάτων του σουηδικού θρόνου. Λένε ότι ο σουηδικός στρατός του στρατηγού Κοένιγκσμαρκ μπήκε τον Ιούνιο στην Πράγα και λεηλάτησε μέχρι και το Κάστρο της. Άλλοι υποστηρίζουν, πάλι, ότι η Νέα Πόλη της Πράγας αντιμετώπισε με επιτυχία την επίθεσή τους. Ποιος ξέρει; Ο Βίτεκ κάπου άκουσε ότι οι ισχυροί του κόσμου ξεκίνησαν να συζητάνε για την ειρήνη. Εδώ και τέσσερα χρόνια τα ακούει αυτά. Εδώ και δέκα πέντε χρόνια υπηρετεί στο στρατό. Και τώρα, αυτή τη στιγμή, να τελείωνε ο πόλεμος η ζωή του έχει καταστραφεί. Και πάλι καλά: είναι ζωντανός. Κάτι είναι και αυτό.
Και τι θα γίνει άραγε αν θα κερδίσουν αυτή τη μάχη; Και αν θα χάσουν; Ούτε λεφτά, ούτε δόξα. Απλά - τα ίδια. Πείνα, ψύχος, ψείρες, αρρώστιες, ταλαιπωρία… αν ζεις. «Γιατί αδέρφια, γιατί δεν πετάμε τα όπλα; Αφού αυτός ο πόλεμος δεν θα μας φέρει τίποτα,» μουρμουράει χαμηλόφωνα ο Βϊτεκ πίσω από την ασπίδα του. Μπροστά από τα μάτια του περνάει ένας αξιωματικός σε λαμπερή πανοπλία, καθισμένος πάνω σε ένα τεράστιο άσπρο ισπανικό άλογο. Στα χέρια του κρατάει το λάβαρο της Ένωσης των καθολικών. Αυτός σίγουρα κουβαλάει στη μάχη τον προσωπικό του γιατρό, τις πόρνες του, το μάγειρά του, τα ζεστά του παπλώματα… Όπου νά ΄ναι θα ξεκινήσει η μάχη. Δε θέλω πια!Άλλωστε ποτέ δεν ήθελα. Η άδικη μοίρα δεν μου πρόσφερε άλλη επιλογή, σκέφτεται ο Ελεύθερος Κύριος. Ο Βίτεκ γελάει πικρά και κουνώντας το κεφάλι του σκέφτεται τους παραλογισμούς της ζωής...
|
Άλμπρεχτ, δούκας από το Βαλστεϊν |
Πριν μερικά χρόνια ο Βίτεκ ήταν ένας λεβέντης. Και τώρα; Ένας σωρός απελπισίας με βλέμμα αλκοολικού, χωρίς σπίτι, χωρίς μέλλον, γεμάτος ψύλλους. Αλήθεια, δεν ήταν πάντα έτσι. Όταν γεννήθηκε το 1605 ήταν καλύτερα τα πράγματα. Τουλάχιστον φαινομενικά. Ο Βίτεκ από το Τύνετς, μεγαλύτερος γιος του Ελεύθερου Κυρίου Χύνεκ από το Τύνετς και το Κουνστάν. Η οικογένειά του είχε, μάλιστα, μια μακρινή συγγένεια με το μεγάλο βασιλιά Γιρζί από το Ποντιεμπράντυ και το Κουνστάτ. Είχαν ένα αξιοπρεπέστατο κτήμα σε μια παραμυθένια γωνιά της κεντρικής Βοημίας, εκεί, που ενώνεται ο Έλβας με το ποτάμι Όχρε ερχόμενο από δυτικά. Το καλοκαίρι οι ακτίνες του ηλίου μεταμορφώνονταν σε ώριμο κριθάρι και σιτάρι. Λίγο αργότερα, το Σεπτέμβρη, ύψωνε τα χέρια του προς τον ουρανό ο λυκίσκος. Αχ, πως πικρά μυρίζει αυτός. Μετά μαγείρευαν μπύρα και την πουλούσαν στις μπυραρίες σε όλη την περιοχή. Το φθινόπωρο μάζευαν στο περιβόλι τους μήλα, αχλάδια, δαμάσκηνα. Τα απολάμβαναν ξερά το χειμώνα όταν ζεσταίνονταν κοντά στο ξυλόφουρνο, ενώ έξω πανηγύριζαν η παγωνιά και το χιόνι. Ο πατέρας του, ο κύριος Χύνεκ - περήφανος, αυστηρός, αυταρχικός και απρόσωπος και η μητέρα του, η Ελίσκα του γένος Κράσοβα - σιωπηλή και τρυφερή και τα τέσσερα παιδιά - ο Βίτεκ, η Μαρκέτα, η Άννα και ο Γιαν, κάθονταν μαζί στο τραπέζι, μοίραζαν μεταξύ τους φρέσκο μαύρο ψωμί, τρώγανε σούπα με κρέας και ο πατέρας τους διηγούταν συναρπαστικές ιστορίες για τους ηρωικούς Χουσίτες. Δεν κρατούσε για πολύ η κατάσταση αυτή. Οι κύριοι και οι αφέντες ήθελαν πόλεμο για να ελέγχουν τον πλούτο, τις πόλεις, τα χωριά και τους ανθρώπους. Δεν τους έφταναν οι περιουσίες τους, ήδη τεράστιες. Οι φόροι ξεκίνησαν να είναι δυσβάσταχτοι. Ο πατέρας του Βίτεκ βοηθούσε τους Τσέχους αδελφούς προτεστάντες που φεύγανε στο εξωτερικό μετά από την εξέγερση το 1620. Έλεγε ότι οι καθολικοί δεν θέλανε την πίστη τους αλλά τις περιουσίες τους. Περίοδος φοβερών διωγμών. Τον πιάσανε, τον πατέρα του και τον βάλανε φυλακή στο κάστρο του αρχιστράτηγου Αλμπρέχτ φον Βάλστεϊν, στο Φρύντλαντ. Χάθηκαν τα ίχνη του. Πέθανε; Τον σκότωσαν; Δεν μάθανε ποτέ. Η μητέρα του Βίτεκ δεν κατάφερε να φροντίσει το κτήμα. Εκτός από τα παιδιά δεν είχε καμία βοήθεια. Πολλοί άνδρες φύγανε στο στρατό. Και πόσες φορές είχε περάσει λυσσασμένος στρατός ψάχνοντας να φάει; Ό, τι δεν έδωσαν σε φόρο, λήστεψαν οι καθολικοί ή προτεστάντες μισθοφόροι. Η Μαρκέτα πέθανε από τύφο, την Άννα, κορίτσι δώδεκα χρονών, βίασαν και μετά πέθανε στο τοκετό. Ο μικρός Γιαν έφυγε στο μοναστήρι καταλαβαίνοντας ότι μόνο δύσκολα θα κατάφερνε να βρει αρκετή δύναμη να παλεύει τούτο τον κόσμο. Έμειναν ο Βίτεκ και η μητέρα του παρέα με τη φρικτή ανέχεια. Τελικά βρήκανε μια λύση. Ο Βίτεκ παντρεύτηκε τη μοναδική κόρη του Ελεύθερου Πολίτη Καρέλ Μπέρκα, την Γιοχάνα Μπέρκοβα, από μια παμπάλαια πόλη πάνω στον Έλβα, από το Νύμπουρκ. Δεν πέρασε πολύς χρόνος και μέχρι πρόσφατα πετυχημένος παραγωγός της βύνης ο Μπέρκα χρεοκόπησε. Τα σαξονικά στρατεύματα κάψανε το σπίτι του και το παρασκευαστήριο της βύνης. Οικονομικά δεν συνήλθε ποτέ. Ο Βίτεκ με την Γιοχάνα μοίρασαν την πείνα και την ανέχεια τους και ένωσαν τα θρύψαλα των πατρικών περιουσιών. Έκαναν τρία παιδιά. Πόσο χρονών είναι αυτά τώρα; Ο Βίτεκ προσπαθεί να μετράει στα παγωμένα του δάχτυλα. Μα ζουν ακόμα; Του Βίτεκ πόνεσε η καρδιά. Πάνω από δέκα χρόνια, ούτε τους έχει δει, ούτε έχει ακούσει για αυτούς, μήτε για τη μητέρα του. Μόνο έφτασε στα αφτιά του ότι το 1642 οι Σουηδοί κάψανε ολοσχερώς την πόλη Νύμπουρκ, όπου μετακόμισε η οικογένεια του για να κρυφτεί στα τείχη της θρυλικής πόλης. Λένε ότι δεν έμεινε άνθρωπος ζωντανός… Λόγω προδοσίας, λένε, κατάφεραν τα εχθρικά στρατεύματα να εισβάλουν στην οχυρωμένη πόλη. Οι κάτοικοι της πόλης κρύφτηκαν στον καθεδρικό ναό του αγίου Νικολάου. Μέσα στην εκκλησία τους μακέλεψαν. Θεέ! Δε βλέπεις τι γίνεται στο όνομά σου; Μακάρι να μην ήταν αλήθεια αυτά που ζούμε; Μα ζούμε καθόλου;
Ο Βίτεκ δεν πιστεύει πια στο θεό. Ούτε στο θεό των καθολικών, ούτε των προτεσταντών. Όλοι στο όνομα αυτηνού σκοτώνουν και σκοτώνονται. Δεν πιστεύει σε τίποτα. Ίσως στο αλκοόλ και στις φθηνές βρώμικες πόρνες.
Είναι σαράντα τριών χρονών και ο πόλεμος κρατάει ήδη τριάντα χρόνια. Ξέχασε τι σημαίνει η ειρήνη. Ο πόλεμος δεν θα τελειώσει μέχρι να μοιράσουν οι στρατηγοί, οι αριστοκράτες, οι μεγα-κλέφτες, οι απατεώνες και οι κομπιναδόροι σαν το Δούκα φον Βάλστεϊν, σαν τον Γκάλλας, σαν τους άλλους προδότες «ευγενείς», όλους τους θρόνους και όλες τις περιουσίες.
|
"Χωρικοί μετά τη μάχη στο Λευκό Βουνό, 1620"
Π. Μαιξνερ, πριν 1860 |
Πριν από καιρό - αλήθεια πέρασαν σχεδόν δεκαπέντε ολόκληρα χρόνια - έπρεπε να παρατήσει ο Βίτεκ, ένας απλός και ήρεμος άνθρωπος, τη δουλειά του, αφού χρεώθηκε στον ίδιο τον αρχιστράτηγο τον Δούκα Αλμπρέχτ φον Βάλστεϊν, για να πληρώσει τους απαιτούμενους φόρους και μπήκε αναγκαστικά στο στρατό του. Για λεφτά. Δεν τα πήρε όμως ποτέ. Δεν τους πληρώνουν εδώ και χρόνια. Μόνο ό,τι αρπάξουν. Και τι να κλέψεις σε μια κλεμμένη χώρα; Στην αρχή δεν το κατάφερνε. Και τώρα είναι σαν ένας λυσσασμένος λύκος. Αν του υποσχεθούν λίγο ύπνο, λίγο σάπιο κρέας και μπύρα, θα σκοτώσει ακόμη και όλο τον κόσμο!
Τελικά και τον Αλμπρέχτ φον Βάλστεϊν δολοφόνησαν, την περιουσία του άρπαξε ο αρχιστράτηγος του αυτοκρατορικού στρατού ο Ματιάς Γκάλλας.
Για δεύτερη φορά ακούγεται η κόρνα. Ετοιμαστείτε για επίθεση! Ο Βίτεκ προσπαθεί να ξεμπλέξει από το τρελό χορό των αναμνήσεων. Κοιτάζει γύρω του. Τα μάτια των συντρόφων του είναι καρφωμένα κάπου πέρα από την αμυντική γραμμή των Σουηδών. Μήπως τα ίδια πράγματα περνάνε από τα ταραγμένα μυαλά τους;
Τόσο απλό, όσο άπιαστο πράγμα είναι η ειρήνη...
Στο μέλλον η ιστορία θα γράψει για τούτο τον πόλεμο, για τους Χάμπσμπουργκς, για τον Άλμπρεχτ από το Βάλστεϊν, για τον βασιλιά Γκούσταβ τον Δεύτερο. Ο Βίτεκ όμως δεν σκοπεύει να γράψει την ιστορία τους. Αλλά τη δική του, με τα παιδιά του, στο περιβόλι να μαζεύει μήλα, να περιποιείται τις μέλισσες, να κοιμάται δίπλα στη γυναίκα του με το δέρμα της λευκό και βελούδινο...Αυτό θα πει ιστορία, βρε αδελφέ!
|
Θηριωδίες του πολέμου. Χειρόγραφο του 17ου αιώνα. |
- «Παιδιά, αφού είμαστε τόσοι - και εσείς στην άλλη πλευρά - γιατί τους ακούμε; Γιατί δεν γυρνάμε στα σπίτια μας; Γιατί δεν τους παρατάμε; Γιατί ξεφτιλιζόμαστε; Γιατί σκοτωνόμαστε μεταξύ μας; Γιατί αφήνουμε τους πλούσιους να καταστρέφουν τις ζωές μας; Δεν τα βλέπετε; Μήπως κοιμάστε;» Ο Βίτεκ θέλει να φωνάξει, θέλει να ξεσηκώσει τους άλλους. Είναι αποφασισμένος να παρατήσει το ματωμένο σπαθί του και να φύγει από δω, να γυρίσει σπίτι, ή κάπου που δεν έχει πόλεμο. Την ίδια στιγμή ξαναπερνάει το λάβαρο στα χέρια του στρατηγού, ξανακούγεται η κόρνα, γρήγορα περνάει ο μοναχός και ευλογεί το στρατό. ...et spiritum sancti. Αmen. Στρατιώτες κάνουν το σταυρό τους. Αυτόματα, χωρίς καμία σκέψη ή σε καλύτερη περίπτωση σκεπτόμενοι ο κάθε ένας το δικό του ιερό, βιασμένο και μισοπεθαμένο. Προχωράνε στην επίθεση. Και ο Βίτεκ... Τι να κάνει τώρα; Ίσως μια άλλη φορά ... Τον παρασύρει το πλήθος...Δεν υπάρχει πια χρόνος για σκέψεις....μόνο για σπαθιά...
Υ. Γ.
Anno domini.... Τι σημασία έχει; Πέρασαν πάνω από 350 χρόνια...
Οι μέρες του όψιμου καλοκαιριού σε άλλη άκρη του κόσμου μυρίζουν από σταφύλια και σύκα
Οι αρχιστράτηγοι μόνιμα μαζεύουν στρατούς και ξαναμοιράζουν τον πλούτο της γης… μαζί με τους ανθρώπους ...
Λαέ, ήρθε η ευτυχισμένη στιγμή σου... Ειδού τις δοξασμένες προοπτικές.... ταλαιπωρημένος, χρεωμένος, δουλοπάροικος, μισθοφόρος που ξέχασε τι θα πει να ονειρεύεται...
Πράγμα όσο πιο απλό τόσο πιο άπιαστο...η ειρήνη..
Πες ευχαριστώ, που μπορείς να πεθάνεις για το λάβαρο της απανθρωπιάς!
Πόσο καιρό ακόμη θα γράφεται η ίδια ιστορία;
Από μας εξαρτάται...
Σημείωμα:
Με αυτό το διήγημα σχετίζεται και μια αξιοσημείωτη ιστορία: Πριν χρόνια το έστειλα σ' ένα διαγωνισμό διηγημάτων. Η επιτροπή κριτών (οι οποίοι ήταν επί των πλείστων πανεπιστημιακοί) μου είπε πως το διήγημα σίγουρα δεν έγραψα εγώ αλλά ότι το μετέφρασα από κάπου και πως εκείνοι δεν είναι βλάκες και το κατάλαβαν. Φυσικά είχαν το πολύ περιφρονητικό ύφος του παντογνώστη. Ευχαριστώ το μπλογκ που μου δίνει τη δυνατότητα δημοσίευσης [μπας θα βρεθεί το πρωτότυπο ;-)]. Βέρα
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου