Είμαστε μια παρέα φίλων από την Τσεχία που ζούμε σε μια μικρή πόλη στην Κρήτη. Ξεκινήσαμε να βρισκόμαστε μεταξύ μας για να έχουμε εμείς και τα παιδιά μας παρέα για τον ελεύθερο χρόνο. Οι συναντήσεις μας άρχισαν με τον καιρό να γίνονται πιο οργανωμένες συνειδητοποιώντας πως τα παιδιά μας μέσω των κοινών παιχνιδιών γίνονται πιο συνεργάσιμα μεταξύ τους αλλά και με μας. Λατρεύουν να παίζουμε όλοι μαζί, τους ενθουσιάζει όταν εμείς λαμβάνουμε μέρος σε παιχνίδια τα οποία δημιούργησαν μόνα τους και πως αποκτούν εμπιστοσύνη προς εμάς με εντελώς φυσιολογικό τρόπο. Χαίρονται όταν κάτι δημιουργούν ή καταφέρνουν κάτι καινούργιο. Καλυτέρευσε η συμπεριφορά τους καθώς επίσης και το λεξιλόγιο και οι γνώσεις τους. Καταλάβαμε πως το πιο απλό παιχνίδι μπορεί να λειτουργεί έναντι στην ξενοφοβία και μισανθρωπία. Επίσης συνειδητοποιήσαμε πόσο πλούσια είναι η καλλιτεχνική δημιουργία προσδιορισμένη για τα παιδιά στην Τσεχία και στη Σλοβακία, με ρίζες βαθιά στο 19ο αιώνα με την κορυφαία φάση των δεκαετιών 1970 – 1980 και πως είναι κρίμα να καταναλώνεται μόνο σε αυτές τις δύο χώρες. Και εμείς αποκτήσαμε μεγαλύτερη αυτοπεποίθηση στην επικοινωνία με τα ίδια μας τα παιδιά, γίναμε πιο δημιουργικές και πιο χαρούμενες. Θα θέλαμε να μοιραστούμε το υλικό που εντελώς αυθόρμητα συλλέξαμε.

Διαβάστε, κάντε μας κριτική, σχολιάστε και προσθέστε δικές σας ιδέες!


Πέμπτη 5 Μαΐου 2011

Ελίσκα, η πριγκίπισσα από το νερόμυλο


 Γεια σας παιδιά!
Είμαι σίγουρη πως σας αρέσουν τα παραμύθια. Υπάρχει ένα πρόβλημα όμως. Η ιστορία την οποία θα διαβάζετε τώρα δεν είναι καθόλου παραμύθι. Είναι πραγματική. Μόνο που είχε συμβεί τόσο παλιά ώστε σήμερα μας φαίνεται σαν παραμύθι…

Στα βάθη ενός καταπράσινου δάσους κάπου στη νότια Τσεχία ζούσε μια μάγισσα η οποία ήθελε πάρα πολύ να παντρευτεί. Της άρεσε ένας διαβολάκος, ένας αλητάκος ο οποίος όμως δεν της έδινε καμία σημασία διότι ερωτεύτηκε μια πολύ όμορφη κοπέλα, την Ελίσκα. Η Ελίσκα ζούσε σ’ ένα νερόμυλο με τον πατέρα της. Υπήρχε κ΄ ένα άλλο ξωτικό που την αγαπούσε - ο Βόντνικ. Ο Βόντνικ κυκλοφορεί στα τσέχικα παραμύθια, έχει πράσινο δέρμα, ανάμεσά στα δάκτυλά του έχει μεμβράνες και πίσω από τα αυτιά βράγχια επειδή ζει στο νερό. Μπορεί να βγει και στη ξηρά αλλά όταν στεγνώνει το σακάκι του, πρέπει να επιστρέψει όσω το γρηγορότερο στο νερό.
Σ’ ένα άλλο χωριό ζούσε ένας νεαρός ονόματι Χόνζα. Ο Χόνζα ονειρευόταν ότι μια μέρα θα βρει μια όμορφη πριγκίπισσα και θα την παντρευτεί. Όλοι στο χωριό των κορόιδευαν μέχρι που πήρε απόφαση να φύγει από το σπίτι και να ψάξει κάπου στον κόσμο για την πριγκίπισσά του. Περπατούσε ήδη μια ολόκληρη μέρα και ίχνος πριγκίπισσας... Τον πήρε χαμπάρι η μάγισσά μας. «Αυτός ο νεαρός μου έρχεται κουτί», σκέφτηκε. «Θα το στείλω στο νερόμυλο. Η Ελίσκα είναι πολύ όμορφη. Αφού την ερωτεύτηκε και ο διαβολάκος μου και ο Βόντικ, δεν υπάρχει περίπτωση να μην την ερωτευτεί ένας απλός θνητός!» Άπλωσε στο πρόσωπό της το πιο γλυκό χαμόγελο που κατάφερε κ’ έκατσε στη μέση του δρόμου όπου περνούσε τραγουδώντας ο Χόνζα. Την ρώτησε: «Γιαγιά, τι κάνεις εδώ, στη μέση του δάσους, μόνη σου;»
«Περιμένω αν θα βρεθεί κάποιος να μου δώσει κάτι να φάω,» είπε η μάγισσα  «και να δω αν αξίζει τη βοήθειά μου.» Ο Χόνζα δε σκέφτηκε ούτε δευτερόλεπτο κ’ έδωσε στη μάγισσα το κολατσιό του. Η μάγισσα δάγκωσε μια μεγάλη μπουκιά από την πίτα που είχε ο Χόνζα από τη μαμά του να μην πεινάει στο δρόμο. «Πόσο νόστιμη είναι,» χάρηκε η μάγισσα και συνέχισε μασουλώντας: «κ’ εγώ έχω κάτι για σένα.» Έβγαλε το μαγικό της ραβδάκι, το κούνησε πέρα δώθε και πριν θα έλεγες κύμινο, ήταν ο Χόνζα στην αυλή του νερόμυλου. Δεν κατάλαβε πως βρέθηκε εκεί αλλά άρχισε να σκοτεινιάζει κ’ έτσι χωρίς άλλη σκέψη χτύπησε την πόρτα και ρώτησε αν μπορεί να διανυχτερεύσει. Στην Ελίσκα δεν άρεσε ποτέ κανένας νεαρός αλλά αυτός που ξαφνικά εμφανίσθηκε στην πόρτα τους, ήταν το κάτι άλλο. Τον ερωτεύτηκε με την πρώτη ματιά. Ο γέρος μυλωνάς ρώτησε το Χόνζα: «Νεαρέ, δεν θα ήθελες να μείνεις στο μύλο μας σαν βοηθός; Δεν τα καταφέρνω πια μόνος μου, γερνάω. Για την κόρη μου είναι η δουλειά στο μύλο πάρα πολύ σκληρή. …θα σε πλήρωνα καλά.»
«Δεν μπορώ,» απάντησε ο Χόνζα. «Θα σας βοηθήσω αύριο να ξεπληρώσω τη φιλοξενία σας αλλά μεθαύριο πρέπει να έχω φύγει.»
«Και που πας και βιάζεσαι τόσο πολύ; Μήπως σε κυνηγούν;»
«Κανείς δεν με κυνηγάει. Εγώ κυνηγάω. Το όνειρό μου κυνηγάω. Ψάχνω για κάποια πριγκίπισσα για να την παντρευτώ.» 
«Δεν μπορώ να σε κρατήσω με το ζόρι. Καλή νύχτα, λοιπόν.»
Αυτή τη στιγμή φαινόντουσαν όλα χαμένα και για την Ελίσκα, και για τη μάγισσα. Τα κορίτσια όμως, είναι πολύ έξυπνα και όταν είναι κ’ ερωτευμένα ποιος τα πιάνει;
«Αφού ψάχνεις για πριγκίπισσα γιατί δεν ενδιαφέρεσαι για τη δική μας;» ρώτησε η Ελίσκα το Χόνζα την επόμενη μέρα το πρωί.
«Εδώ υπάρχει κάποια πριγκίπισσα; Δεν το πιστεύω.»
«Όχι στο νερόμυλο, φυσικά. Είναι στη λίμνη. Ένας κακός μάγος τη μεταμόρφωσε σε πέστροφα. Μπορεί να βγει από το νερό μόνο τα μεσάνυχτα όταν έχει πανσέληνο. Βγαίνει έξω από το νερό και περιμένει μήπως και βρεθεί κάποιο αγόρι και θα τη σώσει.»
«Την έχεις δει;»
«Ε, λίγο. Καθόταν ντυμένη με άσπρα ρούχα μέσα στα καλάμια και έκλαιγε,» ψευδόταν η Ελίσκα μόνο και μόνο να πείσει το Χόνζα να μείνει στο νερόμυλο.
«Πως μπορείς να ακυρώσεις τα μαγικά;» ρώτησε με περιέργεια ο Χόνζα που πίστεψε την ιστορία.
«Λένε ότι ένα τραγούδι που βγαίνει από μια ερωτευμένη καρδιά, φτάνει.»
Έτσι ο Χόνζα αποφάσισε να μείνει στο μύλο.
Το φεγγάρι μεγάλωνε. Μεγάλωνε και ο πόνος στη μέση του μυλωνά από τη σκληρή δουλειά στο μύλο παρόλο που ο Χόνζα βοηθούσε με όλες τις δυνάμεις του. «Πότε θα παντρευτείς επιτέλους;» ρωτούσε ο μυλωνάς την κόρη του. «Θέλω να παραδώσω το μύλο σε κάποιον νεότερο. Θέλω κ’ εγώ να δω μια μέρα ένα τσούρμο εγγόνια να παίζουν εδώ στην αυλή. Κοίτα το Χόνζα! Δουλευταράς, όμορφος, ευγενικός…»
«Αφού ξέρεις μπαμπά ότι αυτός περιμένει μια πριγκίπισσα,» απάντησε η Ελίσκα. Ντρεπόταν να πει στον πατέρα της πως ο Χόνζα θα άρεσε και σε ‘κείνη.
«Δικαιολογίες! Σου δίνω προθεσμία μέχρι την επόμενη πανσέληνο. Αν δεν θα βρεις κανένα μέχρι τότε, θα σε δώσω στον πρώτο που θα σε ζητήσει. Το ορκίζομαι.»
Ως γνωστό, ο διάβολος ποτέ δεν κοιμάται κ’ έτσι άκουσε τα λόγια του μυλωνά. Τα άκουσε και ο Βόντικ διότι εκείνος καθόταν κάθε βράδυ κάτω από το παράθυρο της Ελίσκας, άκουγε τα τραγούδια της κ’ έκανε όνειρα ότι θα την παντρευτεί μια μέρα. Επίσης άκουσε κ’ ένας κακότροπος δούκας, ο οποίος τυχαία σταμάτησε στο νερόμυλο για να πιουν τα άλογά του λίγο νερό. Και οι τρεις μπήκαν στο δωμάτιο σαν φουριόζοι φωνάζοντας: «Εγώ! Εγώ θέλω να παντρευτώ την κόρη σου, μυλωνά. Ζητώ το χέρι της! Εγώ είμαι πρώτος!» Ένας έσπρωχνε τον άλλο και ο μυλωνάς σκεπτόταν τι να κάνει. Να δώσει τη μοναδική μου κόρη στην κόλαση, να την πνίξει το νερό ή θα τη στείλει στο κάστρο εκείνου του δούκα, του μασκαρά;
Και ο Χόνζα; Κοιμάται στον αχυρώνα και ονειρεύεται κάποια πριγκίπισσα…
«Αγαπητοί μου γαμπροί, μέχρι την πανσέληνο είναι η επιλογή στα χέρια της κόρης μου,» τους απάντησε ο μυλωνάς.
Όλοι κοίταξαν την Ελίσκα τι θα πει ή μήπως θα επιλέξει κανένα επί τόπου: «Δεν θέλω να προσβάλω κανένα από σας. Όποιος θα μου φέρει το Σάββατο απόγευμα το ομορφότερο δώρο, θα γίνει σύζυγος μου.»
Και οι τρεις υποψήφιοι γαμπροί τρέξανε στα σπίτια τους να σκεφτούν και να βρουν το ομορφότερο δώρο.
Το επόμενο πρωί βρήκε ο Χόνζα την Ελίσκα να κλαίει: «Γιατί ένα τόσο όμορφο κορίτσι κλαίει;» ρώτησε με ειλικρίνεια αλλά εκείνη δεν ήθελε να του πει. «Εσύ είσαι έξυπνο κορίτσι. Θα βρεις λύση ότι και να σου συμβεί.»
«Και αν όχι;»
«Τότε είμαι εγώ εδώ. Αν θέλει κάποιος το κακό σου, θα μπλέξει άσχημα μαζί μου!» είπε ο Χόνζα με αποφασιστικότητα και της έδωσε ένα φιλί. Έτσι αυθόρμητα…
Το Σάββατο απόγευμα φτάσανε οι γαμπροί. Ο δούκας κρατούσε ένα δαντελένιο λευκό φόρεμα με ασημένια κεντήματα και μαργαριτάρια, ο διάβολος χρυσά κοσμήματα με διαμάντια που μοιάζανε σαν δίχτυα της αράχνης μετά από την πρώτη ανοιξιάτικη βροχή και ο Βόντνικ ένα μαγικό λέπι. Όποιος πετάει αυτό το λέπι στο νερό τη νύχτα της πανσέληνου, μπορεί να περπατήσει στην επιφάνεια του νερού εκεί που πέφτει το φως του φεγγαριού σαν να ήταν η πλατεία μας.
«Ελίσκα, αναρωτιέμαι ποιο δώρο θα προτιμήσεις,» αναστέναξε ο μυλωνάς.
«Όλα είναι πολύ ωραία. Δεν μπορώ να αποφασίσω. Ζητήσατε το χέρι μου, φέρατε δώρα, ας κάνετε και μια τρίτη δοκιμή.» Η Ελίσκα βλέποντας τα δώρα είχε μια καλή ιδέα: «Όποιος από σας θα μου τραγουδήσει το ωραιότερο τραγούδι σήμερα τα μεσάνυχτα στην όχθη της λίμνης, θα είναι τελικά ο άνδρας μου.»
Και οι τρεις τρέξανε πάλι στα σπίτια τους να κάνουν πρόβες.
Εν τω μεταξύ ο Χόνζα ερχόταν από την αγορά όπου πήγε να πουλήσει το αλεύρι του μύλου τους. Περπατούσε τραγουδώντας. Ιδέα δεν είχε για το τι συνέβη στο μύλο. Συνάντησε το δούκα ο οποίος άκουσε το τραγούδι του και ρώτησε «Νεαρέ μου, ωραία τραγουδάς. Που βρείκες ένα τόσο όμορφο τραγούδι;»                    
«Ότι είναι όμορφο, λέτε; Ελπίζω ότι θα αρέσει σήμερα τα μεσάνυχτα στη λίμνη,» απάντησε απονήρευτος ο Χόνζα.
«Αν θα τραγουδήσει αυτός, δεν θα κερδίσω την Ελίσκα ποτέ,» σκέφτηκε ο δούκας. Έκλεισε το μάτι στους σωματοφυλακές του κ’ εκείνοι άρπαξαν το Χόνζα, το δέσανε σ’ ένα δέντρο, του κλείσανε το στόμα του και έγιναν καπνός…
Και τώρα… Πάλι όλα χαμένα φαίνονται…
Όλα αυτά, όμως, τα είδε η μάγισσα. Οι μάγισσες μπορούν να δουν ότι θέλουν ακόμα και αν συμβαίνουν πολύ μακριά. Άρον άρον άρπαξε τη σκούπα της, ανέβηκε και πέταξε όσο πιο γρήγορα γινόταν για να σώσει το Χόνζα, τη μοναδική της ελπίδα. Ήδη είχε πέσει το σκοτάδι. Και οι τρεις τραγουδιστές μας ήταν πανέτοιμοι για την παράσταση. Επιτέλους η μάγισσα έφτασε στο Χόνζα: «Θα σε απελευθερώσω τώρα, επειδή μοιράστηκες μαζί μου το φαΐ σου. Θυμάσαι; Τρέξε να τραγουδήσεις.»
«Μάλλον δεν θα πάω. Όταν ήμουν εδώ δεμένος σκέφτηκα…»
«Τι;» δεν άφησε η μάγισσα το Χόνζα να τελειώσει τη σκέψη του. «Μη ρωτάς τίποτα και τρέξε στη λιμνούλα! Και τραγούδα! Πολλές ελπίδες εξαρτώνται από το τραγούδι σου.»
«Δεν καταλαβαίνω…»
«Αχ, εσείς οι άνθρωποι όλα πρέπει να καταλαβαίνεται. Τρέχα! Σε παρακαλώ τρέχα!»  
Την ίδια στιγμή ήδη είχε τραγουδούσε ο Βόντνικ μαζί με τα βατραχάκια του το Κυαξ μπλουζ. Και ο διαβολάκος συνοδευόμενος από αμέτρητα πυροτεχνήματα και μόλις τώρα τελειώνει το τραγούδι του και ο κακός  δούκας με τη φάλτσα φωνή του. Ο Χόνζα άφαντος. Η Ελίσκα, ντυμένη και στολισμένη με τα δώρα από τους γαμπρούς έμοιαζε με πραγματική πριγκίπισσα. Καθόταν στα καλάμια έτοιμη να κλάψει. Όταν τελείωσε ο δούκας το τραγούδι του και δεν ακούστηκε το τραγούδι  του Χόνζα κατάλαβε πως όλα είναι χαμένα και πρέπει να βγει. Πέταξε το λέπι στο νερό. Εκείνη τη στιγμή ακούστηκε από μακριά το τραγούδι του Χόνζα… 

Ο Χόνζα τραγουδούσε όντως πολύ όμορφα, σαν το νερό που τρέχει στο αφρίζον ρυάκι. Το τραγούδι ακόμα δεν τελείωσε και η Ελίσκα προσεκτικά περπατούσε πάνω στην επιφάνεια του νερού προς τους υποψήφιους γαμπρούς που μείνανε όλοι με ανοιχτό το στόμα. Έμοιαζε όντως με πριγκίπισσα από κάποιο αρχαίο παραμύθι, πραγματικά περπατούσε στην επιφάνεια του νερού στο αμυδρό φως του φεγγαριού. Όλοι περίμεναν με αγονία την απόφασή της:
«Ο Βόντικ τραγουδούσε μόνο για το υγρό του σπίτι, ο διάβολος για τον τρόμο που προκαλεί η κόλαση, ο δούκας για τον εαυτό του και τα πλούτη του. Μόνο ο Χόνζα τραγουδούσε για το κορίτσι που αγαπάει. Εγώ επιλέγω το Χόνζα.»
Όλοι οι υπόλοιποι άρχισαν  ξαφνικά να φωνάζουν: «αυτό δεν είναι δίκαιο. Δεν σου έδωσε κανένα δώρο.»
«Έδωσε.»
«Που το;»
«Μου έκανε το πιο ωραίο δώρο που μπορούσε να μου χαρίσει τη συγκεκριμένη στιγμή. Μου έδωσε ένα φιλί. Αλλά περιμένετε λίγο. Μπορεί ο Χόνζα δεν θέλει εμένα, μπορεί φαντάζεται κάποια πριγκίπισσα, κάποια βασσιλοπούλα.»
«Εσένα θέλω,» πετάχτηκε ο Χόνζα που μόλις άρχισε να κατανοεί όλα αυτά που είχαν συμβεί: «Εγώ κατάλαβα πριν από καιρό ότι πραγματικά ευτυχισμένος μπορώ να είμαι μόνο με σένα, Ελίσκα.»
Μεγάλη πέτρα έπεσε από την καρδιά του μυλωνά (και της μάγισσας).

Εδώ τελειώνει η ιστορία μας αλλά ας συμπληρώσουμε ότι ο Βόντικ βρήκε αργότερα μια πανέμορφη νεράιδα, ο δούκας μια κακομαθημένη πλούσια πριγκίπισσα και ο διάβολος επίστρεψε στη γνωστή μας μάγισσα. Κ’ έτσι ήταν όλοι ευχαριστημένοι. Ο διαβολάκος και ο Βόντνικ έρχονται συχνά στο μύλο να μάθουν τα νέα, να τους κεράσει η Ελίσκα κάτι της, να παίξουν χαρτιά με το γέρο μυλωνά, να βοηθήσουν το Χόνζα να γυρίσει την μυλόπετρα. Ο Βόντνικ μαθαίνει τα παιδιά του Χόνζα και της Ελίσκας το κολύμβηση και ο Διαβολάκος τις διαβολιές. Δεν κρατούν κακία, δεν ζηλεύουν το Χόνζα. Η ζήλια είναι μόνο ανθρώπινο χουϊ. Για αυτό ο κακός ο δούκας την έχει  στημένη στο Χόντζα. Αλλά αυτό περιγράφει ένα άλλο παραμύθι…




Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου